Ο όρος «θρησκεία», δηλώνει γενικά την σχέση των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, με το «ιερό », το οποίο, στην ιστορική πορεία του ανθρώπινου γένους, κατα νοήθηκε με διάφορους τρόπους, αναλόγως με τη χρονική εποχή και με το επίπεδο του εκάστοτε πολιτισμού (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, Τόμοι 28ος, σελ. 258 – 292 και 37ος σελ. 404 -408). Η σχέση με το ιερό εκφράσθηκε με ποικίλες μορφές : πρώτιστα με την λατρεία, η οποία εκφράζει την απόκριση του ανθρώπου προς την ιερή υπερβατική δύναμη, δηλαδή τον Θεόν. Οι λατρευτικές πράξεις, περιλαμβάνουν τα τελετουργικά δρώμενα, τις ατομικές και ομαδικές προσευχές, τους εκστατικούς λόγους, την ιερή μουσική, τις ψαλμωδίες και διάφορες τυπικές εκδηλώσεις σεβασμού, προς ό,τι εκπροσωπεί το ιερό. Επίσης, η σχέση με το ιερό, δηλαδή η θρησκεία, εκφράζεται με την μορφή ενός συγκεκριμένου θρησκευτικού κώδικα ηθικής, ο οποίος ορίζεται από την εκάστοτε θρησκεία και εφαρμόζεται κατά δογματικό τρόπο, ως επιβαλλόμενος άνωθεν ( Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα Τόμος 26ος σελίς 212 & 218 ).
Για παράδειγμα, η Χριστιανική Ηθική εκφράζει την Χριστιανική διδασκαλία ως προς την σχέση του ανθρώπου με τον Θεόν. Συγκεκριμένα, η σχέση αυτή πρέπει να είναι σύμφωνη με το υπόδειγμα της ζωής του Ιησού Χριστού, την οποία, όμως, ο Χριστιανός οφείλει, όχι απλώς να μιμηθεί, όπως συμβαίνει με οποιοδήποτε ηθικό πρότυπο.
Ο Χριστιανός οφείλει, συνεχώς να βιώνει την ίδια τη ζωή του Ιησού Χριστού, χάρη σε μία υπερβατική οντολογική μεταβολή του, διά μέσου της εξομολόγησης και της μετάνοιας, καθώς και μέσα από την ένωσή του με την Εκκλησία.
Το θρησκευτικό, δηλαδή, φαινόμενο, είναι ιδιάζουσα ψυχική κατάσταση που δεν συντελείται απόλυτα στην περιοχή του συνειδητού βίου του ανθρώπου και δεν αποτελεί, απλά, τρόπο συμπεριφοράς, έστω και αν αυτός κοινωνικά θεωρείται ιδανικός. Ως εκ τούτου, οι πηγές της θρησκευτικότητας βρίσκονται στην απόλυτη πίστη του ανθρώπου και πέραν από την ανθρώπινη λογική, χωρίς κατ’ ανάγκην να είναι παράλογες: «τα υπερβαίνοντα λογισμόν, πίστεως δείται μόνης» (Ιωάννης Χρυσόστομος). Το θρησκευτικό φαινόμενο, έχει απόλυτη αξία, γιατί το ανθρώπινο πνεύμα αναζητά την ένωσή του με τον Θεόν, ως πηγήν απόλυτης τελειότητας.
Γι’ αυτό και έχειλυτρωτική δύναμη επί της ανθρώπινης ψυχής, η οποία δύναμη, οδηγεί την ψυχή, διά της πίστεως, στους ιδανικούς και υπερβατικούς κόσμους των αιωνίων αξιών.
Το θρησκευτικό φαινόμενο, προϋποθέτει ρίγος του μυστηρίου και προσδοκία τού θαύματος, τα οποία και αποκαλούνται «τρίτη διάσταση». Προϋποθέτει με άλλους λόγους, υπέρβαση του επιστητού και δίνεται στον άνθρωπο ως θείο δώρημα με την απόλυτη εφησύχαση της ψυχής του.
Συνοπτικά, επομένως, μπορεί να λεχθεί ότι οι θρησκείες αναφέρονται στην σχέση των ανθρώπων με τον Θεόν. Απευθύνονται στην ψυχή των ανθρώπων και προϋποθέτουν απόλυτη πίστη και υπέρβαση πέρα από την λογική. Έχουν λατρευτικό χαρακτήρα, που εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Καθορίζουν, τέλος, ρητώς συγκεκριμένο κώδικα Ηθικής, ο οποίος δεν επιδέχεται κανένα συμβιβασμό ή αλλαγή, ούτε κριτική και θεραπεύονται διά μέσου ενός Ιερατείου – αυθεντίας.
Αντιθέτως, ο Τεκτονισμός, σύμφωνα με το άρθρο 2 (εδ. ΙΙΙ) τού Καταστατικού Χάρτη τής Μεγάλης Στοάς τής Ελλάδος, « δεν είναι θρησκεία, ούτε πολιτικός οργανισμός, δι’ ό και αυστηρώς αποκλείει πάσαν εν ταις Στοαίς συζήτησιν επί θρησκευτικών ή πολιτικών ζητημάτων και δεν μετέχει των επ’ αυτών αγώνων. Σέβεται την εις ήν έκαστος Τέκτων ανήκει θρησκείαν, την αθανασίαν της ψυχής και τηρεί απόλυτον ανοχήν προς πάσαν θρησκευτική δοξασίαν ». Για τον λόγον αυτόν χρησιμοποιεί την γενική ονομασία τού Μεγάλου Αρχιτέκτονος τού Σύμπαντος ( Μ.Α.Τ.Σ. ) προκειμένου να περιληφθεί σ’ αυτήν, όλο το φάσμα των μονοθεϊστικών, κυρίως, θρησκειών που πρεσβεύουν στον ένα Θεό Πατέρα και Δημιουργό τού Κόσμου.
Εξ άλλου, στο ίδιο άρθρο τού Καταστατικού Χάρτη αναφέρεται ότι :
« ο Ελευθεροτεκτονισμός , ως φιλοσοφικός, προοδευτικός και φιλανθρωπικός αποσκοπεί την ηθικήν και πνευματικήν βελτίωσιν των μελών του διά της αυτογνωσίας,
τής ερεύνης τής Αληθείας, της Αλληλεγγύης και της εφαμογής τών αρχών τής τεκτονικής ηθικής. Εργάζεται δε αδιαλείπτως υπέρ τής προόδου και της ηθικής και πνευματικής ανορθώσεως της Ανθρωπότητος διά της ειρηνικής και βαθμιαίας ανυψώσεως τού Ατόμου ». Δεν καθορίζει όμως, ο Τεκτονισμός, συγκεκριμένο « Κώδικα Ηθικής », ούτε κατέχει ως αλάθητο κριτήριο, « την Θείαν εντολήν ».
Η ηθική διαπαιδαγώγηση των Τεκτόνων είναι έργο ατομικό. Πηγάζει από την συνεχή προσωπική πνευματική τους άσκηση στα τεκτονικά Εργαστήρια, προκειμένου αυτοί να καταστούν κρείττονες όχι των άλλων ανθρώπων, αλλά του ιδίου του εαυτού τους. Σύμφωνα με τα τεκτονικά τυπικά : « Ηθική είναι η επιστήμη η βασιζομένη επί της ανθρωπίνης διανοήσεως. Είναι η επιστημονική απόδειξις της συνειδήσεως και μας διδάσκει τα καθήκοντα και την ητιολογημένην χρήσιν των δικαιωμάτων μας. Εισδύει εις τα ενδόμυχα συναισθήματα της καρδίας, όπως εξασφαλίση τον θρίαμβον του λόγου και της αρετής. Η ηθική δέον να αποβλέπη εις την εξυπηρέτησιν του συνόλου ».
Γενικά, ο Τεκτονισμός δεν υπεισέρχεται σε δογματικές θέσεις ή απόψεις, « ως ύπατον αγαθόν ο ελεύθερος Τέκτων θεωρεί την ελευθερίαν της σκέψεως και της συνειδήσεως ( άρθρον 2 εδ. ΙΙ Καταστατικού Χάρτη), και, επομένως, ρητώς ορίζεται ως εξωθρησκευτικός θεσμός.
Αποσκοπεί δε στην αυτοβελτίωση του ενηλίκου ανδρός, ο οποίος, κατ’ αλληγορικόν τρόπον καθίσταται, έτσι, ένας κατεργασμένος λίθος τον οποίον ο Τέκτων προσφέρει για την ανέργερση ενός τελειοποιημένου κοινωνικού οικοδομήματος. Η επιδιωκόμενη από τον Τεκτονισμό ηθική και πνευματική βελτίωση των μελών του δεν υπερβαίνει το λογισμό, και γι’ αυτό δεν στηρίζεται σε θρησκευτική πίστη.
Η προσέγγιση της Αλήθειας, συντελείται διά μέσου της λογικής, η οποία, όμως, ελέγχεται από την ηθική. Η απάντηση του νέου Τέκτονος όταν ερωτάται :
«Επαρκεί η διάνοια όπως διακρίνει το αληθές εκ του ψεύδους ;»
Είναι : « Ναι, όταν διευθύνει αυτήν ηθική υγιής ».
Για τον Τεκτονισμό η πίστη στην ύπαρξη του Θεού ( και όχι πίστη σε ένα συγκεκριμένο Θεό ) είναι προϋπόθεση εισδοχής και κατοχυρώνεται με καταστατικές διατάξεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο Τεκτονισμός απορρίπτει μεν κάθε υλιστική θεώρηση της δημιουργίας του ανθρώπου, η οποία θα παρεμπόδιζε τη διαχρονική προσπάθεια του Τέκτονος διά την ηθική του βελτίωση και για την ανιδιοτελή προσφορά του προς το κοινωνικό σύνολο. Συνάμα, όμως, ο Τεκτονισμός εφαρμόζει την ανεξιθρησκεία, προκειμένου να αποφύγει αντιθέσεις που αφορούν τις ατομικές θρησκευτικές και λατρευτικές πεποιθήσεις των επί μέρους μελών του και γι’ αυτό απαγορεύει τις συζητήσεις επί θρησκευτικών θεμάτων εντός των Στοών.
Εξ’ άλλου, είναι γνωστό, ότι ο Τεκτονισμός προσδέχεται μόνον άνδρες ελευθέρους και χρηστοήθεις, ανεξαρτήτως όμως καταγωγής, κοινωνικής θέσεως, φυλής, εθνικότητος και θρησκεύματος, οι οποίοι πρέπει να έχουν ενηλικιωθεί προ της εισδοχής τους στον Τεκτονισμό. Ο Τεκτονισμός, εξ άλλου, απαρτίζεται από επί μέρους Στοές, η ίδρυση, η οργάνωση και η λειτουργία των οποίων διέπονται από τον Γενικό Κανονισμό και τα τεκτονικά τυπικά. Οι Στοές «διοικούνται υπό Τεκτόνων δι’ ωρισμένον χρόνον προς τούτο εκλεγομένων» – άρα δεν μπορεί να υπάρξει ούτε Ιερατείον – και « η Γενική Συνέλευσις » είναι η υπερτάτη βουλευομένη Αρχή στην διοίκηση τού Συμβολικού Ελληνικού Ελευθερο τεκτονισμού, αποτελουμένη από τους αιρετούς Αντιπροσώπους των Στοών, εκλεγομένων ανά τριετίαν». (άρθρα 6-10 του Καταστατικού Χάρτη της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος).
Γενικά εγκυκλοπαιδικά συγγράμματα ανεγνωρισμένου κύρους, αλλά άσχετα προς τον Τεκτονισμό, αναγνωρίζουν, ότι αυτός αποτελεί : « κίνημα που αυτοχαρακτηρίζεται αδελφότητα, έχει εξαπλωθεί διεθνώς, αποτελείται από μια ανδρική κοινότητα, οργανωμένη σε στοές, και έχει στόχο την έρευνα, την προαγωγή του καλού της ανθρωπότητας, με κριτήρια μίας φυσικής ηθικής, εμπνευσμένης από το Δυϊσμό, ως και με την συνειδητή άσκηση της πολιτιστικής και της θρησκευτικής ανοχής στο πνεύμα ενός ουμανιστικού ιδανικού » ( Εγκυκλοπαίδεια Θρησκειών, εκδ. Αλκυών Τ. 4ος σελ. 469 ).
Επίσης ότι : «Η εξάπλωσις του Τεκτονισμού ανά σύμπαντα τον κόσμον εδημιούργησε δι’ αυτόν αντιπάλους, ών άλλοι ωθούνται εκ πολιτικών, άλλοι δε εκ θρησκευτικών λόγων.
Εις τους πρώτους καταλέγονται οι δυνάσται, οι οποίοι υπέθεσαν ότι η αδελφότης των Τεκτόνων επιδιώκει την ανατροπήν των. Μεταξύ των δευτέρων, θεωρούντων τον Τεκτονισμόν ως θρησκευτικήν αίρεσιν καταλέγεται ιδιαίτατα η Καθολική Εκκλησία…
Εν τη πραγματικότητι, ο Τεκτονισμός, θεσμός ελευθέρων ανθρώπων, δεν αναμειγνύεται εις ζητήματα συνειδήσεως και επιτρέπει στα μέλη του απόλυτον ελευθερίαν εις τα θρησκευτικά ζητήματα, απαγορεύει, όμως, ρητώς και απαρεγκλίτως πάσαν πολιτικήν ή θρησκευτικήν συζήτησιν εντός των Στοών ». (Εγκυκλοπ. Λεξικό Ελευθερουδάκη, Τ. 12ος σελίς 72-73).
Κατά συνέπειαν, τόσον η διάρθρωση και η διοικητική δομή του Τεκτονισμού, οι ρητοί περιορισμοί που τίθενται για την εισδοχή των μελών του, η αυστηρή απαγόρευση του προσηλυτισμού και των συζητήσεων επί θρησκευτικών θεμάτων, αλλά και το είδος και η μέθοδος της ηθικής διαπαιδαγώγησης των Τεκτόνων, όσον και η παντελής απουσία τεκτονικού δόγματος και η απόλυτη εφαρμογή της ανεξιθρησκείας, κάθε άλλο παρά, οποιουδήποτε τύπου, θρησκεία υπονοούν ή θυμίζουν.
Επομένως, πρόδηλον και πασιφανές καθίσταται, ότι ο Τεκτονισμός όχι μόνον δεν είναι θρησκεία, αλλά στερείται και οιουδήποτε θρησκευτικού χρώματος.
Νίκος Βουργίδης
πρ. Μέγας Διδάσκαλος
πηγή : http://www.grandlodge.gr/giati-o-tektonismos-den-inai-thriskia-n-93.html