Όλοι σχεδόν οι λαοί της αρχαιότητας τοποθετούσαν το τόπο των νεκρών, τον Άδη, το λεγόµενο «Κάτω Κόσµο», βαθιά µέσα στο εσωτερικό της γης, µε το τόπο τιµωρίας των αµαρτωλών ή κόλαση στο κέντρο της. Οι τόποι αυτοί δεν είχαν µία µόνο αφηρηµένη ή µεταφυσική σηµασία, αλλά και µία εντελώς υλική, δηλαδή µε ειδικές υποχθόνιες εγκαταστάσεις και διαµερίσµατα που προϋπόθεταν βέβαια ότι ένα τουλάχιστον τµήµα βαθιά µέσα στη γη ήταν κούφιο, τουλάχιστον για να φιλοξενεί τα παλάτια των βασιλέων και των κριτών του Άδη.
Η Σουµεριακή λέξη για τον Κάτω Κόσµο ήταν Κουρ, που σήµαινε επίσης «Βουνό» και «Ξένη Χώρα», υπαινισσόµενη ήδη αρκετά µε τις δυο επιπρόσθετες αυτές σηµασίες της. Ο Κάτω Κόσµος βρίσκεται για τους Σουµερίους κάτω από την επιφάνεια της Γης, αλλά πάνω από τα καταχθόνια ύδατα, τη µεγάλη άβυσσο. Ο δρόµος προς αυτόν περνούσε «µέσα από βουνά» και ήταν στριφογυριστός. Ήταν ο «δρόµος του άρµατος» και «ο δρόµος χωρίς γυρισµό». Στο Έπος του Γιγαλµές ο σύντροφος και αγαπηµένος φίλος του Γιγαλµές, ο Εκιντού, πήγε ζωντανός στο «ταξίδι που δεν έχει γυρισµό» για να ξαναφέρει ένα χαµένο θησαυρό. Το ταξίδι του όµως στάθηκε µοιραίο. Αυτός έσπασε µε τη θέλησή του όλα τα ταµπού και ο Άδης τον κράτησε για πάντα κοντά του. Η µόνη επιστροφή που του επετράπη ήταν το φάντασµά του.
Υπάρχει ένα σηµείο στο Έπος του Γιγαλµές, που φαίνεται να µιλάει για µια κούφια γη:
Κι έτσι ο Γιγαλµές έφτασε σε εκείνο το ψηλό βουνό που το λένε Μασού, το βουνό που κρατάει την ανατολή και τη δύση του ήλιου. Η διπλή του κορυφή είναι ψηλή ως τα τείχη του ουρανού. Και οι θηλές του µπαίνουν βαθιά στο Κάτω Κόσµο. Την πύλη του την φύλαγαν οι σκορπιοί: µισοί άνθρωποι και µισοί δράκοι. Η δόξα τους είναι τροµερή. Η µατιά τους φέρνει το θάνατο στους ανθρώπους. Ο φωτεινός τους φωτοστέφανος λαµποκοπάει στο βουνό που φυλάει τον ανατέλλοντα ήλιο. Όταν τους αντίκρισε ο Γιγαλµές σκέπασε αµέσως τα µάτια του. Ύστερα πήρε κουράγιο και πλησίασε. Όταν τον είδανε να πλησιάζει άφοβα, ο Άνθρωπος -Σκορπιός είπε στο σύντροφό του:«Αυτός εκεί που έρχεται κατά δω είναι από θεϊκή σάρκα». Και ο σύντροφος του Ανθρώπου Σκορπιού του είπε: «κατά τα δύο τρίτα είναι θεός και κατά το ένα τρίτο άνθρωπος».
Και τότε φώναξαν στο παιδί των θεών:«Γιατί κάνατε ένα τόσο µεγάλο ταξίδι, διασχίζοντας τα επικίνδυνα νερά; Πες µου για πιο λόγο έφτασες εδώ;» Κι ο Γιγαλµές απάντησε:«Για χάρη του Εκιντού.....Ο Άνθρωπος -Σκορπιός άνοιξε το στόµα του και είπε στο Γιγαλµές «Κανένας άνθρωπος που γεννήθηκε από γυναίκα δεν κατόρθωσε αυτό που γυρεύεις. Κανείς θνητός δεν µπήκε στο βουνό. Το µήκος του είναι δώδεκα λεύγες σκοτεινιά. Και δεν υπάρχει φως σε αυτό το χώρο. Η καρδιά πνίγεται από τη σκοτεινιά. Από την ανατολή µέχρι τη δύση του ηλίου δεν υπάρχει φως». Ο Γιγαλµές είπε:«Κι αν ήτανε να πάω στη λύπη και στο πόνο αναστενάζοντας και κλαίγοντας, θα πήγαινα. Άνοιξε λοιπόν τη πύλη του βουνού». Και ο Άνθρωπος -Σκορπιός είπε:«Προχώρησε Γιγαλµές, σου επιτρέπω να περάσεις µέσα από το βουνό Μασού και µέσα από την υψηλή τάξη»....
Και ο Γιγαλµές ακολούθησε το δρόµο του ήλιου προς την Ανατολή µέσα από το βουνό. Όταν προχώρησε µια λεύγα (7,4 περίπου χιλιόµετρα) η σκοτεινιά έγινε γύρω του πυκνή, γιατί δεν είχε φως και δεν µπορούσε τίποτα µπροστά και πίσω του να δει...Στην ένατη λεύγα ένιωσε κατάµουτρα το βοριά, αλλά η σκοτεινιά ήταν πυκνή, φως δεν υπήρχε πουθενά και δεν µπορούσε τίποτα µπροστά και πίσω του να δει. Μετά τη δέκατη λεύγα το τέλος έφτανε. Μετά την ενδέκατη λεύγα φάνηκε το φως της αυγής. Στο τέλος της δωδεκάτης λεύγας πρόβαλε ο ήλιος. Κι εκεί υπήρχε ο κήπος των θεών. Ολόγυρά του ήσαν θάµνοι φορτωµένοι µε πολύτιµα στολίδια... («Το Έπος του Γιγαλµές» του Ν.Κ. Σάνταρς, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1977)
Ο Γιγαλµές µπήκε λοιπόν στο βουνό Μασού και αφού προχώρησε µέσα από το απόλυτο σκοτάδι, βγήκε τελικά στον ήλιο (µήπως σε έναν άλλο ήλιο;) και σε ένα παραδεισένιο κήπο. Στο βιβλίο τους Η Αυγή των Μάγων, οι Λουί Πάουελς και Ζάκς Μπεργιέ παρατηρούν τα εξής:
Αυτή η ιδέα µιας κούφιας γης συνδέεται µε µια παράδοση που πρόκειται να βρεθεί παντού σε όλη τη διάρκεια των αιώνων. Τα πιο αρχαία θρησκευτικά κείµενα µιλούν για ένα ξεχωριστό κόσµο, κάτω από το φλοιό της γης, που υποτίθετο ότι ήταν ο τόπος κατοικίας των αναχωρηθέντων πνευµάτων. Όταν ο Γιγαλµές, ο µυθικός ήρωας των αρχαίων Σουµεριακών και Βαβυλωνιακών επών, πήγε για να επισκεφθεί το πρόγονό του Ουτναπιστίµ, κατέβηκε στα έγκατα της γης. Και εκεί ήταν που ο Ορφέας πήγε να αναζητήσει τη ψυχή της αγαπηµένης του Ευριδίκης. Ο Οδυσσέας όταν έφτασε στις εσχατιές του Δυτικού κόσµου, πρόσφερε µια θυσία για να ανέβουν από τα βάθη της γης τα πνεύµατα των Αρχαίων και να τον συµβουλεύσουν. Λέγεται ότι ο Πλούτωνας βασίλευε στο κάτω κόσµο και στα πνεύµατα των νεκρών. Οι ψυχές των καταδικασµένων πήγαιναν να ζήσουν σε σπηλιές κάτω από τη γη. Η Αφροδίτη σε µερικούς Γερµανικούς µύθους εξαφανίσθηκε στα έγκατα της γης. Ο Δάντης τοποθέτησε τη Κόλασή του στους κατώτερους κύκλους. Στη Ευρωπαϊκή λαϊκή παράδοση οι δράκοντες κατοικούν υπόγεια και οι Ιάπωνες πιστεύουν ότι βαθιά κάτω από το νησί τους κατοικεί ένα τέρας του οποίου οι αναταράξεις είναι η αιτία των σεισµών.
Τέσσερες αρχαίοι Έλληνες, ήρωες ή ηµίθεοι, επισκέφθηκαν για διάφορους λόγους ο καθένας τους τον Άδη και, αντίθετα από τον Εκιντού, κατάφεραν να γυρίσουν όλοι σώοι πίσω στην επιφάνεια, στη ζωή. Αυτοί ήσαν ο Ορφέας, ο Ηρακλής, ο Θησέας και ο Οδυσσέας. Ο Ορφέας κατέβηκε για να φέρει πίσω την αγαπηµένη του Ευρυδίκη. Με τα τραγούδια του και τους γλυκείς ήχους της λύρας του µπόρεσε να εξευµενίσει τον Άδη και τη σύζυγό του Περσεφόνη. Στην επιστροφή του όµως προς τον επάνω κόσµο δεν άντεξε και παρά τις εντολές που είχε πάρει από τον Άδη γύρισε να κοιτάξει πίσω του, να δει αν τον ακολουθούσε η αγαπηµένη του -και την έχασε! Τελικά γύρισε περίλυπος µόνος του στην επιφάνεια.
Ο Ηρακλής στο δωδέκατο άθλο του που του επέβαλε ο Ευρυσθέας και στο δρόµο της µύησης και θέωσής του προς την αληθινή δόξα της ψυχής του, επισκέφθηκε και αυτός τον Άδη (Ηρακλής = Ήρα + κλέος, δηλαδή η δόξα της Ήρας, η οποία αντιπροσωπεύει τη ψυχή, απ’ όπου και ο αναγραµµατισµός της σαν Αήρ. Με άλλα λόγια η ψυχή του Ηρακλή του βάζει τα εµπόδια µέσω του Ευρυσθέα για να ανδραγαθήσει και να δοξαστεί µέσα από τους δώδεκα «ζωδιακούς άθλους» του και τελικά να θεωθεί). Ο τελευταίος αυτός άθλος του Ηρακλής ήταν να κατεβεί στον Άδη και να φέρει από εκεί το φοβερό τρικέφαλο σκύλο Κέρβερο που φύλαγε τις πύλες του Άδη, απαγορεύοντας στις σκιές να βγουν από αυτόν. Ο Ηρακλής µπήκε στο βασίλειο του Άδη από ένα βάραθρο κοντά στο ακρωτήριο Ταίναρο της Λακωνίας. Κοντά στις πύλες του Άδη βρήκε το Θησέα και τον Πειρίθου, που και οι δυο τους έτειναν τα χέρια τους προς αυτόν πιστεύοντας ότι θα µπορούσε να τους ελευθερώσει µε τη δύναµή του. Πράγµατι ο Ηρακλής ελευθέρωσε το Θησέα, παίρνοντάς τον από το χέρι. Μόλις όµως πήγε να πιάσει το χέρι του Πειρίθου, η γη άρχισε να τρέµει και αποτράβηξε αµέσως το χέρι του. Ο Πειρίθους είχε κάνει το µέγα αµάρτηµα να κατέβει στον Άδη για να αρπάξει την ίδια τη βασίλισσα του Άδη Περσεφόνη. Τελικά ο Ηρακλής συνέλαβε τον Κέρβερο, αφού κατατόξευσε και πλήγωσε και τον ίδιο το Θεό του Άδη και ανακίνησε µεγάλη ταραχή στο βασίλειό του. Κατά µερικούς µάλιστα είχε αποφασίσει να αναστήσει και τους νεκρούς. Τελικά έφερε µαζί του τον Κέρβερο στην επιφάνεια, όπου αφού τον έδειξε στον Ευρυσθέα στη Τροιζήνα, τον ξανακατέβασε στο κάτω κόσµο.
Ο Θησέας είχε βοηθηθεί από το φίλο του Πειρίθου, βασιλιά των Λαπιθών, στην αρπαγή της νεαρής τότε ωραίας Ελένης από τη Σπάρτη και µε τη σειρά του, µια και είχε ορκισθεί προς αυτό, τον συνόδεψε στον Άδη για να αρπάξουν για χάρη τώρα του Πειρίθου αυτή την ίδια τη σύζυγο του Άδη Περσεφόνη. Η κάθοδός τους στον Άδη έγινε από ένα σηµείο κοντά στο Κολωνό (ή κατ’ άλλους στη Τροιζήνα ή στην Ερµιόνη). Στην αρχή ο βασιλιάς του κάτω κόσµου τους καλοδέχθηκε και τους πρόσφερε ένα θρόνο να καθίσουν. Μόλις όµως κάθισαν, οι σάρκες τους προσκολλήθηκαν στο έδρανο και τους περιτύλιξαν φίδια, για να µη µπορούν να σηκωθούν, ή κατά µια άλλη εκδοχή αυτοί πάλεψαν για να φύγουν, αλλά συνελήφθησαν και δέθηκαν. Είδαµε ήδη πως ο Ηρακλής ελευθέρωσε τελικά µόνο το Θησέα.
Ο Οδυσσέας, µετά από συµβουλή της Κίρκης, όταν ήταν έτοιµος να την αφήσει µαζί µε τους συντρόφους του, πήγε στον Άδη για να συµβουλευθεί τη ψυχή του τυφλού µάντη Τειρεσία, που είναι ο µόνος στον οποίο αν και νεκρός η Περσεφόνη άφησε τη γνώση και τη σκέψη, ενώ όλοι οι άλλοι νεκροί δεν ήσαν παρά µονάχα σκιές. Ο Οδυσσέας ακολούθησε πράγµατι τις συµβουλές και οδηγίες της Κίρκης και έφτασε στις απώτατες όχθες του ωκεανού, στη χώρα των Κιµµερίων, στην είσοδο του Βασιλείου των Σκιών κι εκεί ακολούθησε ένα καθαρά τυπικό νεκροµαντείας, κάνοντας αντίστοιχες προσευχές και επικλήσεις και σφάζοντας µερικά ζώα πάνω από ένα λάκκο που έσκαψε. Αµέσως οι σκιές βγήκαν από το έρεβος για να έρθουν να πιουν από το αίµα των θυσιασµένων ζώων. Αυτός όµως µε το σπαθί του τις εµπόδιζε να πιουν µέχρι να παρουσιασθεί η σκιά του Τειρεσία. Τελικά ο µάντης του είπε για τα µελλούµενα και του έδωσε τις κατάλληλες συµβουλές για το πως θα επιστρέψει στη πατρίδα του και µετά εξαφανίσθηκε. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας µίλησε µε πλήθος άλλων πεθαµένων ηρώων. Τελικά το πλήθος των νεκρών έγινε τόσο µεγάλο και θορυβώδες που ο Οδυσσέας φοβήθηκε µήπως «από τα βάθη του Άδη η αγέλαστη Περσεφόνη του στείλει τη φρικαλέα κεφαλή της Γοργόνας» και χωρίς να χάσει καιρό επιβιβάσθηκε στο πλοίο του µαζί µε τους συντρόφους του.
Ο Άδης των Αρχαίων Ελλήνων
Ο Άδης, ο γιος του Κρόνου και της Ρέας, ήταν για τους αρχαίους Έλληνες ο βασιλιάς των νεκρών. Μόλις γεννήθηκε τον κατάπιε ο πατέρας του µαζί µε τα άλλα αδέλφια του, αλλά αναγκάσθηκε αργότερα από το Δία να τον εξεµέσει. Στη Τιτανοµαχία πολέµησε στο πλευρό του Δία φορώντας τη περίφηµη περικεφαλαία του, τη «κυνή», που τον καθιστούσε αόρατο. Αυτή είναι και το κυριότερο σύµβολό του (Άιδος κυνή) και ισχυροποιεί την ετυµολογία του ονόµατός του από το στερητικό α και το απερέµφατο ιδείν, δηλαδή ο αόρατος, ο σκοτεινός ή αυτός που κάνει τους άλλους αφανείς. Αναφέρεται επίσης σαν Αδάµας ή Άδµητος (Αδάµαστος), Αµείλιχος, Ίφθιµος (ισχυρός), Κρατερός, Πελώριος, Εύβουλος, Κλύµενος, Ζευς Χθόνιος και Υποχθόνιος, Ζαγρεύς (κυνηγός) και Πλουτεύς ή Πλούτων (παροχός του πλούτου που κρύβεται στους κόλπους της γης). Από το όνοµά του πήρε και την ονοµασία της η κατοικία των νεκρών ή Κάτω Κόσµος, ή κατά τον Όµηρο «Δόµος Άιδος».
Όλοι σχεδόν οι λαοί φαντάζονταν αυτό το κόσµο σαν ένα ιδιαίτερα φοβερό χώρο, απροσπέλαστο στους ζωντανούς, κάτω από τη γη, στα έγκατά της, ή σε ένα νησί στα πέρατά της. Η Ιλιάδα τον τοποθετεί κάτω από τη γη, ενώ η Οδύσσεια στα πέρατα της γης. Για να µεταβεί στον Άδη ο Οδυσσέας διαπλέει τον ωκεανό και αποβιβάζεται σε µια ακτή όπου ήσαν τα άλση της Περσεφόνης µε άκαρπα δένδρα, ψηλές µαύρες λεύκες και ιτιές. Εκεί στα πέρατα του ωκεανού βρίσκεται ο λαός και η πόλη των Κιµµερίων τους οποίους καλύπτει διαρκώς σκοτάδι (απ’ όπου και η έκφραση «Κιµµέρια Σκότη») και δεν βλέπουν ποτέ ακτίνα ηλίου. Σε µια άλλη περιγραφή της Οδύσσειας ο Ερµής οδηγεί τις ψυχές των φονευθέντων µνηστήρων στον «ασφοδελό λειµώνα», που είναι µέρος του Άδη, κοντά στα ρείθρα του ωκεανού και τις πύλες του Ηλίου, όπου παραµένουν οι ψυχές.
Ο χώρος του Άδη είναι σκοτεινός, «ατερπής» και «ευρώεις»(µουχλιασµένος), προκαλώντας τρόµο σε θεούς και ανθρώπους. Έχει µεγάλες πύλες, γι’ αυτό και ο βασιλιάς του ονοµάζεται και Πυλάρτης (αυτός που ανοίγει τις πύλες και τις κλείνει πίσω στους εισερχόµενους) και έχει πολλές φορές σα σύµβολό του τα κλειδιά. Από τις πύλες αυτές εισέρχονται ανεµπόδιστοι οι νεκροί καλωσοριζόµενοι από τον Κέρβερο, ο οποίος όµως τους απαγορεύει µετά αµείλικτος την έξοδο.
Υπάρχουν τέσσερες ποταµοί που ρέουν στον Άδη, χωρίζοντάς τον από τον υπόλοιπο κόσµο: Η Στύγα, στα ύδατα της οποίας ορκίζονται οι θεοί, ο Αχέροντας (ο ποταµός της θλίψης), ο Περιφλεγέθων (που διατηρήθηκε στο Χριστιανισµό σαν ο «πύρινος» ποταµός της κολάσεως) και ο Κωκυτός (ο ποταµός των οδυρµών). Τα νερά της Στυγός τρέχουν κάτω από τα βάθη της απέραντης γης µέσα στη σκιά της νύχτας και γίνονται ένας βραχίονας του ωκεανού. Οµώνυµο ρεύµα µε τον Αχέροντα υπήρχε σε µια άγρια περιοχή της Ηπείρου, στη χώρα των Θεσπρωτών. Αυτός ο Αχέροντας µετά από µια διαδροµή µέσα από µια πλούσια περιοχή χανόταν για µια στιγµή σε βαθιές αβύσσους για να ξαναεµφανισθεί λίγο παραπέρα, µετά από µια υπόγεια διαδροµή, στην επιφάνεια και να σχηµατίσει κοντά στις εκβολές του, κοντά στη πόλη της Εφύρας στη Θεσπρωτία, ένα τέλµα µε δύσοσµες αναθυµιάσεις. Πολύ νωρίς έτσι το σπήλαιο της Εφύρας έγινε έδρα µαντείου όπου επικαλούντο τους νεκρούς µε επικλήσεις ή και µε αιµατηρές θυσίες.
Για να περάσουν τον Αχέροντα οι ψυχές των νεκρών έπρεπε να δώσουν τον απαραίτητο «οβολόν» στον πορθµέα Χάροντα, ένα κακότροπο και αποκρουστικό γέροντα. Ο Λουκιανός περιγράφει στους «Νεκρικούς Διαλόγους» του µια χαριτωµένη φιλονικία µεταξύ του Χάροντα και του φτωχού Μένιππου που δεν έχει να του δώσει τον οβολό:
Χάροντας: Δώσε βρε καταραµένε το ναύλο
Μένιππος: Φώναξε όσο θες Χάρο, αν αυτό σε ευχαριστεί
Χάροντας: Δος µου σου λέω το κόπο µου που σ’ έφερα
Μένιππος: Ουκ αν λάβοις παρά του µη έχοντος
Χάροντας: Κι υπάρχει κανένας που δεν έχει έναν οβολό;
Μένιππος: Αν υπάρχει κι άλλος δεν ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω
Χάροντας: Θα σε πνίξω παλιάνθρωπε αν δεν πληρώσεις
Μένιππος: Κι εγώ θα σου κοπανήσω µια µε τη µαγκούρα να σου διαλύσω το κεφάλι
Χάροντας: Δηλαδή µονάχα εσύ θα καυχιέσαι ότι πέρασες τσάµπα; Μένιππος: Όχι δα και τσάµπα καηµένε! Και νερά έβγαλα και στο κουπί βοήθησα και µονάχος εγώ δεν έκλαψα απ’ όλους τους επιβάτες.
Χάροντας: Αυτά δεν είναι πληρωµή για βαρκάρη. Τον οβολό να δώσεις
Μένιππος: Ας πληρώσει ο Ερµής που µ’ έφερε!
Ερµής: Αλίµονό µου αν πλήρωνα εγώ για τους πεθαµένους, θα έπρεπε να πουληθώ ολόκληρος.
Μένιππος: Τότε ξαναγύρνα µε στη ζωή
Χάροντας: Καλά λες! Για να φάω και ξύλο δηλαδή από τον Αιακό
Μένιππος: Μη µε σκοτίζεις λοιπόν
Χάροντας: Για να δω τι έχεις στη σακούλα!
Μένιππος: Λούπινα, αν θες, και ξεροκόµµατα
Χάροντας: Αν σε ξαναπιάσω µωρέ άλλη φορά...!
Μένιππος: Αν µε ξαναπιάσεις; Δυο φορές δε µε πιάνεις, έννοια σου.
Δεν είναι όµως µόνον ο Μένιππος, που σύµφωνα µε το Λουκιανό πέρασε τον Αχέροντα χωρίς να πληρώσει τον οβολό στο Χάροντα. Το ίδιο συνέβη και µε το µπαλωµατή Μίκυλλο, ο οποίος όταν ο Χάροντας του ζήτησε τον οβολό απάντησε:«Παίζεις ω Χάρων, ουκ οίδα στρογγύλος εστίν ο οβολός ή τετράγωνος;».
Ο Άδης γενικότερα διαιρούταν σε τέσσερα µέρη: στο Δικαστήριο, το Καθαρτήριο, τον Τάρταρο και τα Ηλύσια Πεδία. Το Δικαστήριο (Κριτήριο) ήταν σε έναν ελεύθερο τόπο όπου βρισκόντουσαν και τα ανάκτορα του Πλούτωνα και η κατοικία των Μοιρών, των Κηρών, των Αρπυιών, των Ερινυών και των άλλων θεοτήτων του Άδη. Το Καθαρτήριο ήταν ο τόπος στο οποίο έµεναν ορισµένο χρόνο οι ψυχές για να καθαρισθούν, αν δεν είχαν κάνει πολλά και µεγάλα αµαρτήµατα. Ο Τάρταρος ήταν το δεσµωτήριο του Άδη στο οποίο εφυλακίζοντο και ετιµωρούντο οι αµαρτωλοί. Τέλος τα Ηλύσια Πεδία ήταν ένας πολύ ευχάριστος τόπος που προοριζόταν για τους δίκαιους.
Ο Ερµής οδηγούσε τους νεκρούς µέχρι την Αχερουσία λίµνη, όπου τους παρέδιδε στον Αιακό. Μετά αυτοί µπαίνανε στη βάρκα του Χάροντα που τους οδηγούσε στο στόµιο του Άδη, όπου φύλαγε ο Κέρβερος κι εκεί ο καθένας πλήρωνε έναν οβολό για να βγει από τη βάρκα. Μετά ο Ερµής και ο Χάροντας επέστρεφαν πίσω και οι νεκροί πορευόντουσαν µόνοι τους προς το Δικαστήριο. Από το Δικαστήριο ξεκινούσαν τρεις δρόµοι. Ο ένας οδηγούσε στο Τάρταρο, ο άλλος στα Ηλύσια πεδία και ο τρίτος, µεταξύ αυτών, στο Καθαρτήριο. Στο δικαστήριο περιελάµβανε τους νεκρούς η Ερινύς Τισιφόνη. Κριτές ήσαν ο Μίνωας, ο Ραδάµανθυς και ο Αιακός. Ανάλογα µε τη ζωή που είχαν κάνει οι νεκροί στελνόντουσαν σε έναν από τους τρεις προηγούµενους δρόµους. Όσοι πήγαιναν στα Ηλύσια Πεδία, για να ζουν εκεί µια ζωή µακάρια έπιναν πριν µπουν από το νερό της Λήθης, ενώ κατ’ άλλους από το νερό αυτό έπιναν όλοι οι νεκροί όταν κατέβαιναν στον Άδη για να λησµονήσουν τον επάνω κόσµο. Στον Τάρταρο έµεναν αιωνίως µόνον όσοι είχαν καταδικασθεί από τους θεούς για αιώνια τιµωρία. Αυτοί ήσαν οι Τιτάνες και οι Γίγαντες, καταπλακωµένοι από το όρος Αίτνα, ο Τυφών, ο Τιτυός του οποίου οι γύπες τρώνε συνεχώς το συκώτι που αναγεννάται, ο Φλεγύας που απειλείται συνεχώς από µια πέτρα που αιωρείται από πάνω του, ο Ιξίωνας που είναι δεµένος ανάσκελα στον αεικίνητο τροχό, ο Σαλµωνέας που απειλείται από κεραυνό, ο Σίσυφος που κυλάει προς τη κορυφή ενός βουνού µια µεγάλη πέτρα, η οποία όµως µόλις φθάσει στη κορυφή ξανακυλάει κάτω, ο Τάνταλος που δεν µπορεί να ικανοποιήσει τη πείνα και τη δίψα του, οι Αλωάδες, οι Δαναϊδες µε τον τρύπιο πίθο τους και ο Ασκάλαφος.
Ο Τάρταρος ήταν περιστοιχισµένος από ένα τριπλό χάλκινο τείχος και είχε σιδερένιες πύλες και χάλκινο έδαφος. Τον περιέζωνε ο ποταµός Περιφλεγέθων. Στη πύλη του εφύλαγαν η Μέγαιρα και οι Εκατόγχειρες. Στον Τάρταρο τιµωρούσαν τους ασεβείς οι Ερινύες Αληκτώ, Τισιφόνη και Μέγαιρα κτυπώντας τους µε µαστίγια από φίδια και καίγοντάς τους µε αναµµένες λαµπάδες. Τον Άδη φυλούσε ο Κέρβερος, σκύλος µε τρία και κατά άλλους µε πενήντα ή εκατό κεφάλια. Αυτός κατεσπάρασσε όσους έβλεπε να βγαίνουν από τον Άδη και ήταν δεµένος µε 1000 αλυσίδες, µέσα σε ένα άνδρο γεµάτο µε ανθρώπινα οστά. Όταν λυνόταν ούτε και οι Άρπυιες δεν τολµούσαν να τον πλησιάσουν. Δεχόταν όµως µε προσήνεια όλους τους εισερχόµενους στον Άδη, γλύφοντάς τους και κολακεύοντάς τους.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι ο Άδης είναι στο κέντρο της γης και γι’ αυτό έλεγαν ότι από παντού είναι ίδια η µετάβαση σε αυτόν. Τα κυριότερα τώρα καταβάσια ή «Πλουτώνια» προς τον Άδη ήσαν τα εξής: ένα στην Ισπανία στο ποταµό Λήθη, από τον οποίο εξ’ αιτίας αυτού του θρύλου φοβήθηκαν να περάσουν τα στρατεύµατα του Βρούτου. Ένα άλλο στην Αφρική και ένα άλλο στην Ήπειρο, στην Αχερουσία Λίµνη. Ένα επίσης στη Λαοδικεία, όπου ήταν ένα χάσµα που λεγόταν στόµα του Πλούτωνα και ένα άλλο στο Ταίναρο, όπου υπάρχουν χάσµατα και σπήλαια. Ακόµα ένα στον ωκεανό των Κιµµερίων απ’ όπου κατέβηκε σύµφωνα µε τον Όµηρο ο Οδυσσέας κι ένα άλλο στη λίµνη της Ιταλίας Άορνο, δυτικά της Νεάπολης και κοντά σε αυτήν, από το οποίο κατέβασε ο Βιργίλιος τον Αινεία. Εδώ υπήρχε ένα βαθύτατο σπήλαιο από το οποίο έβγαιναν δυσώδεις αναθυµιάσεις και έπνιγαν τα πουλιά (όρνεα). Γι αυτό και ονοµάσθηκε η λίµνη άορνος (δηλαδή χωρίς όρνια). Ο Στράβωνας απέδιδε την αιτία αυτής της δυσωδίας στα πολλά και πυκνά δένδρα που σκέπαζαν και κατασκίαζαν τη λίµνη. Ο Αύγουστος έκοψε τα δένδρα οπότε ο αέρας καθάρισε και η λίµνη έπαψε να είναι άορνος. Άλλη µία κατάβαση αναφέρεται κοντά στη Ποντιηράκλεια, από την οποία λένε µερικοί ότι κατέβηκε ο Ηρακλής στον Άδη. Μια άλλη ήταν στην Ερµιόνη της Πελοποννήσου, την οποία έλεγαν και συντοµοτάτη, γιατί απ’ αυτήν ο νεκρός κατέβαινε αµέσως στον Άδη, χωρίς να περάσει την Αχερουσία λίµνη. Γι αυτό και οι Ερµιονείς δεν έβαζαν οβολό στο στόµα των νεκρών. Ο Σοφοκλής αναφέρει µια άλλη κατάβαση στην Αττική από την οποία κατέβηκε ο Θησέας. Αναφέρονται επίσης καταβάσεις στην Ασσυρία, στη Λέρνη και σε πολλά άλλα µέρη όπου υπήρχαν χάσµατα ή βαθιά σπήλαια.
Πολλά Πλουτώνια (ή Χαρώνεια) είχαν νεκροµαντεία όπου µερικά νοσηρά άτοµα προσπαθούσαν είτε από πάθη ή από ιερόσυλη περιέργεια να µάθουν από τις εµφανιζόµενες µε τη δύναµη των µαγικών επικλήσεων και του χυνόµενου αίµατος οπτασίες τα µυστικά του βασιλείου των νεκρών. Μερικά όµως πλουτώνια ή ιερά του Άδη και της Περσεφόνης χρησιµοποιήθηκαν και σαν ιατροµαντεία. Το γνωστότερο από αυτά βρισκόταν στα Αχάρακα της Μικράς Ασίας, στο λεκανοπέδιο του Μαιάνδρου ποταµού. Μέσα σε ένα δάσος υπήρχε ένας ναός αφιερωµένος στο Πλούτωνα και τη Περσεφόνη και πιο πέρα «ένας αγωγός από το κάτω κόσµο». Να τι λέει ο Στράβωνας γι’ αυτό:
Λένε ότι οι άρρωστοι και όσοι θεωρούν σπουδαίο αυτό το είδος της θεϊκής ιατρικής, πηγαίνουν και εγκαθίστανται στο χωριό που είναι κοντά στο σπήλαιο. Εκεί υπάρχουν ιερείς µε πείρα που µπαίνουν οι ίδιοι αντί των ασθενών στο σπήλαιο και ύστερα τους λένε τι θεραπεία να κάνουν, ανάλογα µε τα όνειρα που είδαν εκεί µέσα. Αυτοί οι ιερείς επικαλούνται τη συµπαράσταση των θεοτήτων. Συχνά επίσης οδηγούν τους πελάτες τους στο σπήλαιο και τους εγκαθιστούν εκεί, χωρίς τροφή για αρκετές ηµέρες. Οι ασθενείς βλέπουν έτσι οι ίδιοι διάφορα όνειρα και καταφεύγουν µετά στους ιερείς για να τους τα εξηγήσουν και να τους συµβουλεύσουν. Για όλους τους άλλους αυτό το µέρος είναι απρόσιτο και βλαβερό. Κάθε χρόνο γίνεται στα Αχάρακα πανηγύρι και τότε βλέπει κανείς και ακούει ανθρώπους που διαφηµίζουν αυτά τα θαύµατα.
Ο Στράβωνας αναφέρει και ένα άλλο Πλουτώνιο που βρισκόταν στην Ιεράπολη:
Το Πλουτώνιο αυτό βρίσκεται στις ρίζες του βουνού και είναι ένα στενό άνοιγµα, τόσο που µόλις χωράει ένας άνθρωπος, αλλά είναι πολύ βαθύ. Η προσέγγιση σε αυτό εµποδίζεται από ένα κιγκλίδωµα που έχει περίµετρο µισό πλέθρο (15 µέτρα). Μέσα η τρύπα είναι γεµάτη από παχύ και βαρύ ατµό, τόσο που δύσκολα διακρίνει κανείς το έδαφος. Όταν δε φυσάει, εκείνοι που κάθονται κοντά γύρω -γύρω στο κιγκλίδωµα δεν ενοχλούνται από τον ατµό, γιατί αυτός δεν ανακατεύεται µε τον αέρα. Αλλά όποιο ζώο µπει µέσα στο περίβολο πεθαίνει αµέσως. Ακόµα και ταύροι που τους µπάσανε εκεί, έπεσαν αµέσως και τους βγάλανε νεκρούς. Εµείς αφήσαµε να µπουν στο περίβολο σπουργίτες, οι οποίοι όµως την ίδια στιγµή έπαθαν ασφυξία. Οι ευνούχοι (της Κυβέλης) µπαίνουν στο περίβολο χωρίς να παθαίνουν τίποτα. Πλησιάζουν µάλιστα στο άνοιγµα, σκύβουν από πάνω και πολλοί µπαίνουν µέσα, κρατώντας όσο µπορούν την αναπνοή τους, γιατί διαπιστώσαµε στα πρόσωπά τους κάποιες ενδείξεις πνιγµού, στον οποίο αντέχουν, είτε γιατί οι ευνούχοι έχουν µεγάλη αντοχή, είτε από συγκατάθεση της θείας Πρόνοιας, δικαιολογηµένη όταν πρόκειται για ενθουσιασµό, είτε χάρη σε αντίδοτα.
Το σχήµα του Άδη έµοιαζε µε ένα άγριο και φοβερό σπήλαιο στη µέση ενός σκοτεινότατου δάσους. Αυτός περικυκλώνετο από τα µαύρα νερά της Στυγός, η οποία τον περιέζωνε εννέα φορές. Στην είσοδό του έµεναν όλα τα άγρια τέρατα: Οι Λύπες, οι Ασθένειες, το Γήρας, ο Φόβος, ο Θάνατος, ο Ύπνος, η Διχόνοια, οι Ευµενίδες, οι Κένταυροι, η Σκύλλα και η Χάρυβδη, ο Βριάρεως, η Λερναία Ύδρα, η Χίµαιρα, οι Γοργόνες, οι Άρπυιες, ο γίγαντας Γηριόνης κ.α. Ο τόπος αυτός ήταν δυσωδέστατος µε πολλή πίσσα, άσφαλτο και θείο. Μετά υπήρχε δρόµος προς τον Αχέροντα ποταµό όπου ήταν και ο Χάροντας. Ο Περιφλεγέθων, που είχε φωτιά αντί για νερό, έβραζε και επλήθαινε κάθε µέρα από τους στεναγµούς και οδυρµούς των νεκρών. Ήταν πολύ ορµητικός και έσερνε πέτρες και βράχους καιόµενους µε µεγάλη ορµή. Από την άλλη µεριά το νερό του Κωκετού αύξανε από τα δάκρυα των νεκρών.
Τα Ηλύσια Πεδία
Ο τόπος αυτός είχε αειθαλείς λειµώνες µε ιτιές και άλλα διάφορα δένδρα. Σε αυτό δε συνέβαινε καµιά µεταβολή του καιρού, ποτέ δεν έβρεχε, αλλά έπνεε πάντα ο ζέφυρος που ερχόταν ήρεµα από τον ωκεανό. Η γη καρποφορούσε τρεις φορές το χρόνο, έτρεχαν καθαρότατα ρυάκια, τα λιβάδια ήσαν γεµάτα ρόδια, κελαηδούσαν διάφορα πουλιά, υπήρχαν ευωδέστατα δάση γεµάτα δάφνες κι επικρατούσε ο Χρυσός Αιώνας, ο οποίος είχε επικρατήσει για λίγο µόνο καιρό πάνω στη γη. Κατά µερικούς βασίλευε εκεί ο Κρόνος και η Ρέα. Στο µέρος αυτό υπήρχε ένας ιδιαίτερος ήλιος και άστρα µε λαµπρότερο φως. Για τη θέση του άλλοι λένε ότι ήταν στο κέντρο της γης, άλλοι στην Ανδαλουσία, άλλοι στα πέρατα της γης, άλλοι στον ήλιο και άλλοι στα νησιά των µακάρων. Τα Ηλύσια Πεδία τα περιγράφουν ο Όµηρος στην «Οδύσσεια» και ο Βιργίλιος στην «Αινειάδα». Ο Όµηρος τα θεωρεί όχι σαν ένα µέρος του Άδη, αλλά σα µια χώρα πάνω στην επιφάνεια της Γης όπου ζουν άνθρωποι «αγαπητοί του Διός». Ο Βιργίλιος λέει ότι εκεί οι ψυχές των ανθρώπων έµεναν για 1.000 χρόνια και κατόπιν επανερχόντουσαν στη γη για να κατοικήσουν σε άλλα σώµατα. Ο Όµηρος τα τοποθετούσε στη δυτική εσχατιά της γης κοντά στον ωκεανό.
«Lasciate Ognis Speranza Voi Ch’ Entate»
Αφήστε Κάθε Ελπίδα Σεις που Μπαίνετε στη Κόλαση. (Δάντης)
Η Θεία Κωµωδία
Ο Δάντης Αλιγκέρι (1265-1321), ο µεγαλύτερος ποιητής της Ιταλίας και από τους µεγαλύτερους του κόσµου, µας άφησε το Μεσαίωνα το περίφηµο ποίηµά του της Θείας Κωµωδίας, το οποίο διαιρείται σε τρία µέρη: τη Κόλαση, το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο, όλα µαζί συνολικά 100 άσµατα. Η ιστορία που περιγράφει σε αυτό και στη οποία είναι ο ίδιος το κεντρικό πρόσωπο έχει ως εξής:
Στα µέσα της ζωής του ο ποιητής βλέπει σαν ένα όραµα µε ανοιχτά τα µάτια ότι βρίσκεται σε ένα τροµερό δάσος. Προσπαθεί αγωνιωδώς να βγει από αυτό και κατευθύνεται προς τη κορυφή ενός βουνού που φωτίζεται από τον ανατέλλοντα ήλιο. Εκεί τρία θηρία απειλούν τη ζωή του, αλλά εµφανίζεται εκείνη τη στιγµή ο Βιργίλιος, απεσταλµένος της Βεατρίκης, η οποία έχει πεθάνει ήδη προ πολλού και αντελήφθηκε από τον ουρανό το κίνδυνο που αυτός διέτρεχε.
Για να ξεφύγει από το δάσος ο ποιητής χρησιµοποιεί ένα καθοδικό µονοπάτι και κατεβαίνει στο κέντρο της γης. Εκεί διατρέχει το βασίλειο της Κολάσεως και αναρριχάται µετά στο βουνό του Καθαρτηρίου όπου καθαρίζονται οι ψυχές από τις αµαρτίες τους. Μετά µε τη δύναµη του βλέµµατος της Βεατρίκης υψώνεται στις ουράνιες σφαίρες και δοκιµάζει τη θεία χαρά να ατενίσει τον ίδιο το Θεό.
Η κόλαση απεικονίζεται στο έργο του σαν ένα απέραντο χωνί µε κλιµακωτά τείχη που αποτελούνται από κυκλικά δώµατα, τα οποία διαρκώς στενεύουν καθώς κατεβαίνει κάποιος κάτω. Είναι οι εννέα κύκλοι στους οποίους τιµωρούνται οι διάφορες κατηγορίες των καταδίκων.
Από τη κόλαση µεταβαίνει ο ποιητής µέσα από ένα πολύ στενό µονοπάτι στο άλλο ηµισφαίριο της γης (το νότιο), το οποίο τον Μεσαίωνα φαντάζονταν να κατακλύζεται από νερά και να είναι ακατοίκητο. Εκεί στη µέση των υδάτων υψώνεται ένα όρος: το Καθαρτήριο. Αυτό αντιστοιχεί µε τη κωνοειδή µορφή του µε το χωνί της κολάσεως. Στο ψηλότερο µέρος του περιβάλλεται από επτά κύκλους, όπου τιµωρούνται τα επτά θανάσιµα αµαρτήµατα. Η ψυχή περνά από καθένα από αυτούς τους κύκλους καθαριζόµενη από τους αντίστοιχους ρύπους της και ανεβαίνει ελαφρότερη µέχρι τη κορυφή του επίγειου παράδεισου.
Γύρω από τη γη, που εθεωρείτο τότε το κέντρο του κόσµου, στρέφονται εννέα σφαίρες, οι ουράνιες σφαίρες του Πτολεµαϊκού συστήµατος, από τις οποίες περνούν οι ψυχές ανάλογα µε το βαθµό τελειότητάς τους και µετά πέρα από αυτές και περιβάλλοντές τες είναι η δέκατη ουράνια σφαίρα, το Εµπυρείον, ο ουρανός του εξαγνίζοντος καθαρτηρίου φωτός, από όπου οι πλήρως καθαρµένες ψυχές ατενίζουν ελεύθερα το Θεό.
Όταν θα έχουµε ολοκληρώσει το διάβασµα αυτού του βιβλίου είναι εύλογο στην αρχή να απορήσουµε πώς µπερδεύτηκαν τόσο πολύ στις παραδόσεις των αρχαίων τα Ηλύσια Πεδία µε τον Άδη και την Κόλαση, πρωτοφανή κατάχρηση της έννοιας της οποίας έκανε η Χριστιανική θρησκεία. Σκεπτόµενοι µετά κάπως πιο βαθιά, θα µπορούσαµε να καταλάβουµε τον αποτρεπτικό ρόλο µιας αρνητικής προπαγάνδας και αποπληροφόρησης που έπαιξαν αυτές οι ιδέες στο να αποτρέψουν τους ανθρώπους από το να ερευνήσουν ή να πλησιάσουν αυτές τις περιοχές. Για κάποιο λόγο το ιερατείο ήθελε τη γνώση του µυστικού της κούφιας γης µόνο για τους µυηµένους και προέβαλε τα ισχυρά αυτά νοητικά εµπόδια στο αµαθές, βέβηλο πλήθος για τη προστασία ίσως αυτών των περιοχών. Η Χριστιανική θρησκεία απλώς υπερέβαλε ως συνήθως και επεξέτεινε κατά κόρον σε µια «πραγµατιστική» βάση όλη την αρνητική αυτή προπαγάνδα.
Ο Πλάτωνας µιλάει στη Δηµοκρατία του για «το θεό που κάθεται στο κέντρο, στον οµφαλό της γης και είναι ο ερµηνευτής της θρησκείας για τη ανθρωπότητα.. Έγραψε επίσης για τα «τεράστια υπόγεια ρεύµατα και για τις φαρδιές ή στενές στοές στο εσωτερικό της Γης». Ο Σωκράτης µίλησε επίσης για τεράστιες κοιλότητες µέσα στη γη οι οποίες κατοικούνται από τον άνθρωπο και για απέραντες σπηλιές όπου ρέουν ποταµοί. Από την άλλη µεριά οι Ινδουιστές έχουν εκτεταµένες αναφορές για την ύπαρξη ενός υπόγειου κόσµου, ενώ οι Θιβετανοί πιστεύουν ότι ο πρώτος Δαλάι Λάµα του Θιβέτ έλαβε τις διδασκαλίες του από τον κυβερνήτη µιας υπόγειας αυτοκρατορίας, ο οποίος έβγαινε µερικές φορές από τη γη και επισκεπτόταν τα Θιβετανικά µοναστήρια. Επιπλέον οι παραδόσεις τους µιλούν για τα µυθικά βασίλεια της Σαµπάλα και της Αγκάρτα και για υπόγειες πόλεις κάτω από τη γη. Ανάλογες παραδόσεις υπάρχουν στη Μογγολία µαζί µε δεκάδες αναφορές για οµάδες δίκαιων ανθρώπων που εγκατέλειψαν για διάφορους λόγους την επιφάνεια της γης καταφεύγοντας µέσα από διάφορες εισόδους στο εσωτερικό της. Παρόµοιες παραδόσεις υπάρχουν στη Περσία και στη Κίνα. Πιο σύγχρονα έχουµε τις υπόγειες πόλεις της Καππαδοκίας, στο Καϊµακλί και στο Ντερίνκουγιου. Τέλος ένα µεγάλο όγκο αναφορών για υπόγειες πόλεις και για ένα εκτεταµένο διηπειρωτικό σύστηµα στοών και διόδων βρίσκουµε στις παραδόσεις των αυτόχθονων λαών της Νοτίου Αµερικής καθώς επίσης στις παραδόσεις των Ινδιάνων της Βορείου Αµερικής.
Η πίστη σε έναν υπόγειο κόσµο έχει µεταδοθεί σα µύθος ή φήµη από γενιά σε γενιά σε ολόκληρο γενικά το κόσµο. Οι υπόγειες πόλεις και ναοί έπαιξαν έναν ιδιαίτερο ρόλο στις προευρωπαϊκές κοινωνίες της Λατινικής Αµερικής. Θρησκευτικές τελετές όλων των ειδών εγίνοντο σε αυτές τις υπόγειες τοποθεσίες και η παράδοση υποστηρίζει ότι αυτές χρησιµοποιήθηκαν για την αποθήκευση θησαυρών και χαµένης γνώσης. Ακόµα άλλες παραδόσεις υποστηρίζουν ότι αυτές δεν κτίσθηκαν από τους τότε πολιτισµούς, αλλά από αρχαίες «γηραιότερες φυλές» των οποίων τα µοναδικά υπολείµµατα µπορούν να βρεθούν στις µυστηριώδεις µεγαλιθικές κατασκευές γύρω από όλο το κόσµο.