top of page

Εισαγωγή

Το κατά πόσο η Μακεδονία αποτέλεσε και αποτελεί από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας περιοχή καθαρά ελληνική είναι ένα ιδιαίτερα έκδηλο πρόβλημα της σύγχρονης αλλά και της παλιότερης διεπιστημονικής έρευνας, του οποίου όμως οι ρίζες ελάχιστα είναι επιστημονικές. Ήδη από το 18ο αιώνα μ.Χ. πολλοί φιλελεύθεροι Ευρωπαίοι λόγιοι που λάτρευαν την αρχαία ελληνική δημοκρατία, καθώς αντιπαθούσαν τα μοναρχικά καθεστώτα του καιρού τους και επηρεασμένοι από τις εναντίον τού βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’ επιθέσεις του μεγάλου Αθηναίου ρήτορα, τού Δημοσθένη, τον οποίο θαύμαζαν, θεωρούσαν τους Μακεδόνες βαρβάρους, ιλλυρικής ή θρακικής καταγωγής, άποψη που έτυχε ευρείας διάδοσης και κατά το 19ο αιώνα, γεννώντας σοβαρές αντιθέσεις μεταξύ τών ερευνητών που την ασπάζονταν και αυτών που προσπαθούσαν να την αντικρούσουν βασισμένοι στις λίγες πληροφορίες των πηγών, που περιορίζονταν τότε στα ήθη, την θρησκεία, τα λιγοστά γλωσσικά κατάλοιπα, τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων και κάποια σπάνια αρχαιο-λογικά ευρήματα. Το όλο ζήτημα θα σταματούσε εκεί, και σήμερα, χάρη στις πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, θα ήταν πλέον οριστικά λυμένο, αν δεν έμπαινε στην μέση η πολιτική και οι εθνικές επιδιώξεις τών λαών της Βαλκανικής.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι Βούλγαροι, στην προσπάθειά τους να προσαρτήσουν την τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, ασπάστηκαν αυτές τις ιστορικές θεωρίες, προχωρώντας μάλιστα ακόμη περισσότερο, καθώς μίλησαν για την ύπαρξη ιδιαίτερης μακεδονικής εθνότητας που διεκδικούσε την αυτονομία της ( ελπίζοντας έτσι σε μια ανάλογη με της Ανατολικής Ρωμυλίας προσάρτησή της ).

Η θεωρία αυτή αποτέλεσε πάγια θέση της βουλγαρικής πολιτικής, την οποία ασπάστηκε και η Κομμουνιστική Διεθνής και, μέσα από αυτήν, ο ηγέτης της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας, ο Τίτο, που έκανε πράξη την δημιουργία ενός μακεδονι-κού κράτους ( μέλους τής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας ), το οποίο και κατοικούταν από μια νεοφανή μακεδονική εθνότητα. Αυτή η «εθνότητα» κατοικεί και σήμερα την ανεξάρτητη πια «Δημοκρατία τής Μακεδονίας» ( όπως αρέσκεται να αυτοαποκαλείται και όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν οι περισσότεροι λαοί της Γης ), διεκδικώντας για λογαριασμό της ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας αλλά και ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Στην διμέτωπη αυτήν πολιτική και επιστημονική επίθεση, στην οποία η Ιστορία χρησιμοποιείται –μέσα από την παραποίησή της– ως μέσο άσκησης πολιτικής, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη με την σειρά της ν’ απαντήσει και αυτή και στα δύο μέτωπά της, και στο πολιτικό και στο επιστημονικό, καθώς οι απόψεις τών Σκοπιανών έχουν τύχει, ύστερα από την πολύ επιτυχημένη, πολύ-χρονη και οργανωμένη προβολή τους στο εξωτερικό, ευρείας διάδοσης. Το πρώτο μέτωπο αποτελεί φυσικά έργο και ευθύνη των Ελλήνων πολιτικών, το δεύτερο όμως εντάσσεται στις αρμοδιότητες της ελληνικής επιστημονικής έρευνας, που μέσα από την μελέτη των πηγών οφείλει από την μια να αποδείξει την ελληνικότητα της Μακεδονίας μέσα από αδιαμφισβήτητα τεκμήρια και από την άλλη να ελέγξει και να αντικρούσει τα επιχειρήματα της αντίπαλης πλευράς. Μια μικρή συμβολή στον τομέα αυτό αποσκοπεί να αποτελέσει και η παρούσα έρευνα. Μια εθνότητα δε δημιουργείται ούτε μέσα από την αρρωστημένη φαντασία κάποιων μεγαλομανών πολιτικών ούτε μέσα από τις προκατασκευασμένες θεωρίες και τα ψευδή επιχειρήματα κάποιων στρατευμένων επιστημόνων· πρέπει να μπορεί να δείξει όχι μόνο την εθνική της συνείδηση αλλά και την ίδια την ύπαρξή της σε κάθε εποχή. Ο προσεκτικός έλεγχος τών πηγών μπορεί ξεκάθαρα να δείξει και το αν υπήρχε αυτή η εθνότητα και το αν η Μακεδονία ήταν σε κάθε εποχή περιοχή ελληνική, κατοικούμενη από Έλληνες. Τον έλεγχο ενός μέρους αυτών των πηγών θα επιχειρήσουμε, εξετάζοντας τι σήμαινε ο όρος «Μακεδονία» και τα διάφορα παράγωγά του ( Μακεδών, Μακεδονικός κ.ά. ), όταν χρησιμοποιείται από κάποιους Έλληνες συγγραφείς που μιλούν για την περιοχή και τους κατοίκους της ή ακόμη και που την επισκέφτηκαν και την γνώρισαν από κοντά κατά την περίοδο από τα μέσα του 18ου αιώνος ως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνος – την περίοδο της αναγέννησης του Ελληνισμού και της δημιουργίας του Νεοελληνικού κράτους– επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στις πληροφορίες τους για την εθνολογική σύνθεση τού πληθυσμού της και τα γεωγραφικά της όρια. Στην έρευνά μας θα περιλάβουμε τους εκπροσώπους της ύστερης περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, καθώς και τους απομνημονευματογράφους και τους σύγχρονους με τα γεγονότα ιστορικούς της Επανάστασης του 1821.

ΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

Θα ξεκινήσουμε εξετάζοντας τα κείμενα των Ελλήνων λογίων που ανήκουν στην τελευταία και πιο λαμπρή περίοδο του πνευματικού εκείνου κινήματος του Ελληνισμού που ονομάστηκε Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι Έλληνες ήταν ο πρώτος από τους λαούς της Βαλκανικής που ήρθαν σ’ επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα, χάρη στην μεγάλη τους εμπορική εξάπλωση κατά το 18ο αιώνα, κάτι που οδήγησε σε μια πνευματική αναγέννηση του Ελληνισμού, που και αυτή με την σειρά της άσκησε άμεση επίδραση στην συνειδητοποίηση της ανάγκης και στην οργάνωση του αγώνα της ελευθερίας.

Μέσα στα πλαίσια αυτού του κινήματος ξεχωρίζουν τα ονόματα κάποιων σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην πρόοδο της παιδείας και στην πνευματική και ηθική άνοδο του γένους. Εμάς εδώ, φυσικά, δε μας αφορά ούτε ο όποιος αγώνας τους ούτε η αξία του έργου τους, αλλά μόνο οι τυχόν αναφορές μέσα σ’ αυτό του όρου «Μακεδονία» και των παραγώγων του.

Θα εξετάσουμε πρώτα τις διάφορες αναφορές στα ποικίλου περιεχομένου σπουδαία έργα των πιο μεγάλων ονομάτων της περιόδου, αναφορές σπάνιες και σκορπισμένες εδώ και εκεί στο έργο τους, που μερικές φορές όμως, παρουσιάζουν ιδιαί-τερο ενδιαφέρον. Μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ομάδα έργων της περιόδου, αυτή τών βιβλίων γεωγραφίας, που είναι αρκετά σε αριθμό, ως απόρροια μιας στροφής του πνευματικού ρεύματος προς τις θετικές επιστή-μες αλλά και προς τις εθνικές επιδιώξεις, τα οποία θα εξετάσουμε χωριστά.

Κεφάλαιο Α΄: Γενικότερα Έργα

Ο Αδαμάντιος Κοραής ( 27 Απριλίου 1748, Σμύρνη – 6 Απριλίου 1833 Παρίσι, Γαλλία ),

ήταν Έλληνας φιλόλογος με βαθιά γνώση του ελληνικού πολιτισμού

Αρχίζουμε με το έργο της πιο μεγάλης μορφής της περιόδου, του Αδαμάντιου Κοραή (1748-1833). Ελάχιστες είναι οι ανα-φορές του όρου που μας αφορά και μάλιστα όχι ως ουσιαστικού που δείχνει γεωγραφική περιοχή ( Μακεδονία ) αλλά του εθνικού Μακεδόνας. Υπάρχουν έξι τέτοιες αναφορές στα έργα του, οι τρεις στα «Προλεγόμενα» σε αρχαίους συγγραφείς (στους βίους Πλουτάρχου, Σωκράτη και Λυκούργου που εκδίδει κατά το 1809, 1825 και 1826 αντίστοιχα), μία στην «Επισ-τολή προς Α. Βασιλείου» (1807) και δύο στο «Διάλογο δυο Γραικών…» (1805). Όλες τους όμως αφορούν την αρχαιότητα. Η πρώτη και η τρίτη μιλούν για «τον ζυγόν τών Μακεδόνων» επί των υπολοίπων Ελλήνων (ακολουθεί δηλαδή ο Κοραής τις απόψεις της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας της εποχής σχετικά με το ρόλο της Μακεδονίας στην αρχαία ελληνική ιστορία), η δεύτερη αναφέρεται εις «τας πανουργίας του Μακεδόνος Φιλίππου», ενώ οι δυο τελευταίες στον «Αλέξανδρον τον Μακεδόνα». Σημαντικότερη είναι η σχετική αναφορά του όρου στην Επιστολή του, καθώς μέσα από αυτή φαίνεται η αναντίρρητη πίστη του στην ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων. Ο Κοραής κατακρίνει εδώ τους αρχαίους Αθηναίους που « μήτε τους Μακεδόνας δεν ενόμιζον Έλληνας, μήτε πολύ μέρος της Θεσσαλίας », τονίζοντας πως « εις τοιαύτας εθνικάς αμφισβητήσεις το μόνον ακριβές κριτήριον είναι η γλώσσα, μάλιστα όταν είναι ενωμένη με την θρησκείαν, και όχι αι μεγαλαυχήσεις μίας μερίδος του έθνους».


Ο ένθερμος Έλληνας πατριώτης Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Φεραίος, πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Ο ίδιος υπέγραφε ως «Ρήγας Βελεστινλής» ή «Ρήγας ο Θεσσαλός».

Την δεύτερη σπουδαιότερη μορφή της περιόδου αποτελεί ο Ρήγας (1757-1798). Το συγγραφικό του έργο δεν είναι τόσο μεγάλο όσον του Κοραή, οι αναφορές του όμως στον όρο Μακεδονία είναι περίπου ίσες στον αριθμό αλλά και ίδιες σε περιεχόμενο. Στο σημαντικότερο έργο του, τη «Νέα Πολιτική Διοίκησι» (1797), ο όρος δεν περιέχεται καθόλου, ενώ αντί-θετα τον βρίσκουμε τρεις φορές στην «Χάρτα» (1798), μία φορά στο συνοδευτικό κείμενο της Εικόνας του Μεγάλου Αλεξά-νδρου (1797), και άλλη μια φορά στην ποιητική επαναστατική του προκήρυξη, το «Θούριο». Στην Χάρτα η λέξη «Μακεδονία» βρίσκεται, όπως είναι φυσικό, γραμμένη επάνω στο μεγάλο χάρτη της Ελλάδας, ενώ αξίζει να παρατηρήσουμε πως τα βόρεια σύνορα της μακεδονικής γης τα τοποθετεί κάτω ακριβώς από τα Σκόπια. Οι άλλες δυο αναφορές γίνονται στα γραμμένα επάνω στο χάρτη σχόλια που αφορούν την αρχαία ιστορία και αναφέρονται στους «βασιλείς τών Μακεδόνων», ενώ σχετική είναι κι η αναφορά στην Εικόνα τού Αλεξάνδρου για τον «θρόνο της Μακεδονίας». Πιο σημαντική είναι η αναφορά του στους Μακεδόνες στον στίχο 67 του Θουρίου. Λέει συγκεκριμένα : Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά ως πότε στις σπηλιές σας κοιμάσθε σφαλιστά ; Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραετοί κι Αγράφων τα ξεφτέρια γενήτε μια ψυχή. Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατε για μια και αίμα των τυράννων ρουφήστε σα θεριά. Βλέπουμε καθαρά πως αναφέρει τους Μακεδόνες ανάμεσα σ’ εκείνες τις ομάδες Ελλήνων, τους κλέφτες αγωνιστές των βουνών, που έμειναν αδούλωτοι καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και αγωνίζονταν ενάντια στον κατακτητή. Ένα άλλο πολύ σημαντικό έργο, σταθμός στην πνευματική κίνηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, είναι η «Ελληνική Νομαρχία» (1806), έργο άγνωστου συγγραφέα ( «Ανωνύμου του Έλληνος», όπως δηλώνει ), που για την ταυτότητά του έχουν υποστηριχθεί διάφορες γνώμες, καμία όμως απολύτως βέβαιη. Οι αναφορές του στον όρο είναι δύο. Η πρώτη αναφέρεται στο «μακεδονικόν σκήπτρον» (σ.122) κατά την αρχαιότητα και στην αρνητική επίδραση των Μακεδόνων στην ελληνική ιστορία (ακολουθεί απόψεις παρόμοιες με του Κοραή ). Η δεύτερη όμως (σ.136) είναι πολύ σημαντικότερη, καθώς ο συγγραφέας μιλά για τη διοικητική διαίρεση του ευρωπαϊκού τμήματος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας « εις τας ακολούθους δεκατρείς επαρχίας, δηλαδή Βλαχίαν, Μολδαβίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μπόσναν, Δαλματίαν, Αλβανίαν, Ήπειρον, Θεσσαλίαν, Λειβαδίαν, Πελοπόννησον, Μακεδονίαν και Ρούμελην ». Βλέπουμε δηλαδή πως από τις δεκατρείς αυτές επαρχίες ο συγγραφέας αναφέρει πρώτα τις επτά που δεν είναι ελληνικές, ενώ τη Μακεδονία την έχει ανάμεσα στις επόμενες έξι περιοχές που είναι όλες ελληνικές. Αναφορά στον όρο Μακεδονία γίνεται και στο αντιπροσωπευτικότερο έργο ενός άλλου σπουδαίου φωτισμένου λογίου της εποχής, την «Απολογία» (1780) του Ιώσηπου Μοισιόδακα (1725-1800), δεν είναι όμως τόσο σημαντική, καθώς αφορά την αρχαιότητα. Μιλά σε ένα σημείο (σ. 17) για την δυναστεία «των Λαγίδων Μακεδόνων» στην Αίγυπτο, ενώ κάπου αλλού (σ.25), όπου επικρίνονται οι μεγάλοι κατακτητές της ιστορίας, μέσα σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνεται και «ο Μακεδών», δηλαδή ο Αλέξανδρος (πάλι βλέπουμε την χαρακτηριστική τάση των Ελλήνων λογίων της εποχής να κατακρίνουν το ρόλο της Μακεδονίας στα ελληνικά πράγματα του 4ου αιώνα π.Χ. -χωρίς όμως και να της αρνούνται την ελληνικότητα- αλλά και να καταφέρονται, εμπνεόμενοι από το φιλελευθερισμό της εποχής, ενάντια στους όποιους μεγάλους, άσχετα αν είναι Έλληνες· ανάλογες αναφορές υπάρχουν και σε έργα του Κοραή). Αρκετές αναφορές των όρων «Μακεδονία», «Μακεδόνες», «βασιλεύς Μακεδονίας» και «πόλις της Μακεδονίας» γίνονται και στις «Σημειώσεις εις τους του Δημοσθένους» λόγους ενός λίγο μεταγενέστερου σημαντικού λογίου, του Νεόφυτου Βάμβα· όλες τους αφορούν βέβαια την ελληνική αρχαιότητα, αλλά φαίνεται ξεκάθαρα πως αναφέρονται σε φύλο ελληνικό.

Κούμας Κωνσταντίνος [ 1777, Λάρισα – 1836, Τεργέστη ]

Περισσότερες και πιο σημαντικές αναφορές στη Μακεδονία και τους Μακεδόνες γίνονται από τον Θεσσαλό λόγιο Κούμα Κωνσταντίνο (1777-1836) στο ΙΒ’ τόμο του έργου του «Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων» (1832). Οι τρεις πρώτες από αυτές αφορούν την αρχαιότητα. Στην μία ο Μέγας Αλέξανδρος χαρακτηρίζεται ως «ο παράδοξος ήρως της Μακεδονίας» (σ.521), ενώ παρακάτω (σ.522) σημειώνει ότι υποδουλώθηκαν στους Ρωμαίους «η Μακεδονία και η Ήπειρος το 167. Μετ’ ολίγον η Ελλάς» και πως «αποτέλεσμα ταύτης της πολυχρονίου επιμιξίας [ με τους Ρωμαίους ] ήτο, ότι Μακεδόνες, Θετταλοί, Έλληνες έμαθαν την γλώσσαν των νικητών των και πολλοί έχασαν την ιδικήν των».

Η χωριστή αναφορά της Μακεδονίας από την Ελλάδα και των Μακεδόνων από τους Έλληνες δεν μπορεί φυσικά να μας ξενίζει, καθώς είναι γεωγραφική, αφού περιλαμβάνει στον όρο Έλληνες τους νότια της Θεσσαλίας κατοίκους της Ελ-λάδας, αναφορά που συμπίπτει και με τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων. Άλλες δύο αναφορές στον όρο «Μακεδόνες» γίνονται από το συγγραφέα όταν μιλά για τους Βλάχους (σ.530). Στην πρώτη δηλώνει ότι «…ούτε Βλάχοι ούτε Ρωμαίοι είναι, αλλ’ οι μεν είναι Δάκοι, οι δε Μακεδόνες, οι δε Θετταλοί, οι δε Έλληνες», που μιλούν απλά μια διάλεκτο ανάμικτη με τη λατινική, ενώ στη δεύτερη πως « διασκορπισμένοι εις διάφορα χωρία ως επί το πλείστον ορεινά από της Μακεδονίας έως την Πελοπόννησον είναι οι λεγόμενοι Βλάχοι, Μακεδόνες όντες και Θετταλοί και Έλληνες το γένος. Αλλ’ η γλώσσα τούτων και πλησιάζει καθ’ εκάστην μάλλον εις την ελληνικήν ».

Χρυσό βυζαντινό νόμισμα με τη μορφή του Ιησού, εικονίζεται και ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’, ο Βουλγαροκτόνος.

Είναι φανερό ότι εδώ ο συγγραφέας επιθυμεί να μιλήσει για την ελληνικότητα των Βλάχων και ως απόδειξη φέρνει την καταγωγή τους από τους Μακεδόνες, τους Θεσσαλούς και άλλους Έλληνες. Η αναφορά του επίσης στο ότι είναι «Μακεδό-νες …το γένος» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ξεχωριστή εθνότητα, γιατί τότε θα έπρεπε να ισχυριστούμε το ίδιο και για τους Θεσσαλούς που τους έχει δίπλα στους Μακεδόνες και χωριστά από τους υπόλοιπους Έλληνες. Μια τελευταία αναφορά του σε παλιότερες εποχές υπάρχει όταν μιλά για τον ερχομό των Βουλγάρων στην Βαλκανική και την εξάπλωσή τους «εις την Θράκην και εις Μακεδονίαν» (σ.528).

Μικρής σημασίας είναι κι οι δυο επόμενες αναφορές του, όταν μιλά για τον Αλή Πασά. Στην πρώτη (σ.547) σημειώνει πως το 1798 «έτρεξαν να τον προσκυνήσωσι …όλοι οι αρχιερείς της Ελλάδος, της Θετταλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας μαζί με τους δημογέροντας», ενώ στην δεύτερη (σ.549) περιγράφει τη σύγκρουση του Αλή με τον «Νίκον Τσάραν …εις Μακεδονίαν».

Πολύ σημαντικότερη είναι η επόμενη αναφορά του, όταν μιλά για την εμπορική εξάπλωση των σκλαβωμένων Ελλήνων στην Ευρώπη. Λέει χαρακτηριστικά (σ.550-1): «Προ εκατόν περίπου ενιαυτών οι Ιωαννίται ήρχισαν να διαπρέπωσιν [εις την εμπορίαν ]…Οι Ζαγορίται, Μετσοβίται και πολλοί Θετταλοί και Μακεδόνες [ τους ] εμιμήθησαν… Το εκ της εμπορίας κέρδος και η φιλελευθερία ηνάγκασαν πολλούς ηπειρωτικούς Έλληνας να αποικήσωσιν εις διάφορα μέρη της Ευρώπης». Βλέπουμε δηλαδή πως αναφέρει ως ηπειρωτικούς Έλληνες τους κατοίκους της Μακεδονίας, μαζί με της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.

Ο Ευγένιος Βούλγαρις, σχολάρχης στην Αθωνιάδα Σχολή κατά την περίοδο 1753-1759.

Μια τελευταία αναφορά του όρου κατά την εξιστόρηση των πριν την Επανάσταση χρόνων κάνει (σ.560) όταν αναφέρεται στην πρόσκληση του Ευγένιου Βούλγαρι, το 1750, να διδάξει στην «μικρά πολίχνη της Μακεδονίας Κοζάνη» (ένας Έλληνας λόγιος στο ελληνικό σχολείο μιας πόλης ελληνικής), ενώ οι υπόλοιπες πέντε αναφορές γίνονται κατά τη σύντομη εξιστόρηση του ελληνικού Αγώνα. Οι δύο πρώτες μιλάνε για τις ψευδείς φήμες που έφταναν « εις την Μακεδονίαν και Θετταλίαν » περί νικών του Αλέξανδρου Υψηλάντη και οι οποίες «εκίνησαν τον Εμμανουήλ Παπά. …να επαναστατήση την Κασσάνδραν» και αφού οχύρωσε τον ισθμό να αντιστέκεται « εις τα εκ Θεσσαλονίκης και της άλλης Μακεδονίας εφορμώντα τουρκικά στίφη » (σ.615-6). Άξιες προσοχής είναι οι τρεις επόμενες αναφορές σε Τούρκους κατοίκους της Μακεδονίας, που δείχνουν μια γεωγραφική χρήση του εθνικού «Μακεδόνας» και που όμοιές τους θα συναντήσουμε αρκετές φορές στα έργα των αγωνιστών του 1821. Στην πρώτη (σ.636), αναφερόμενος στο Δράμαλη, λέει ότι « με 32.000 εκλεκτούς Θράκας, Βουλγάρους και Μακεδόνας διευθύνθη εις την Ελλάδα», ενώ στις άλλες δύο (σ.649-50), μιλώντας για την εκστρατεία του τουρκικού στόλου κατά των Ψαρών αναφέρει πως «ο Καπουδάν Πασάς…εις τον Θερμαϊκόν κόλπον…παρέλαβε 5000 Μακεδόνας Τούρκους», ενώ οι αντίπαλοί του, «οι Ψαριανοί είχαν 700 Χριστιανούς Μακε-δόνας», δηλαδή Έλληνες, όπως είναι φυσικά γνωστό από τα συγκεκριμένα γεγονότα.

Αυτές είναι οι αναφορές των ποικίλου περιεχομένου έργων των διαφόρων κύριων εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφω-τισμού στη Μακεδονία και τους Μακεδόνες. Ερευνήσαμε και το έργο άλλων συγγραφέων, όπως τα λίγα σωζόμενα βιβλία του Δημήτριου Καταρτζή και του Αθανάσιου Ψαλίδα, τις «Εφημερίδες» του Παναγιώτη Κοδρικά και τις Διδαχές του Κοσμά του Αιτωλού, του ιερωμένου εκπροσώπου του Διαφωτισμού που περιηγήθηκε πολλές περιοχές της Μακεδονίας διδάσκον-τας και ιδρύοντας σχολεία, όμως δε βρήκαμε κάποια σχετική αναφορά.

Κεφάλαιο Β’ : Έργα Γεωγραφίας

Πολύ μεγαλύτερης σημασίας όμως από τις σκόρπιες αναφορές στα διάφορα έργα των μεγάλων λογίων της περιόδου είναι οι ειδικές αναφορές στην Μακεδονία και τους κατοίκους της που γίνονται στα έργα γεωγραφίας της εποχής, ο συνολικός αριθμός των οποίων φτάνει τα εννέα (τα τρία είναι γραμμένα από συγγραφείς των οποίων κάποια άλλα έργα έχουμε ήδη εξετάσει).

Θα ξεκινήσουμε με το παλαιότερο από αυτά, την « Γεωγραφία παλαιά και νέα » του μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης Μελετίου. Το έργο είναι λίγο παλιότερο από τα χρονικά όρια που θέσαμε στην έρευνά μας, καθώς πρωτοεκδόθηκε το 1728, η ευρεία όμως διάδοσή του στην εποχή που εξετάζουμε και μια νέα τρίτομη έκδοσή του από το Θεσσαλό λόγιο Άνθιμο Γαζή το1807, μας επιτρέπουν να το συμπεριλάβουμε στα υπό εξέταση έργα.

Άνθιμος Γαζής (Μηλιές Πηλίου, 1764 – Σύρος, 1828)

Το 24ο κεφάλαιο του βιβλίου του Μελέτιου επιγράφεται «Περί της Μακεδονίας» και περιλαμβάνεται στις σελίδες 390-397 της έκδοσης του 1728. Ο συγγραφέας την χαρακτηρίζει «επαρχία μεγάλη της Ευρώπης», δίνοντας έτσι γεωγραφική έννοια στον όρο, ενώ στη συνέχεια καθορίζει τα γεωγραφικά της όρια ως εξής: «από μεν του Βορέως η Δαλματία, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Θράκη, από δε Ανατολών το Αιγαίον πέλαγος, από Μεσημβρίας η Ήπειρος και η Θεσσαλία και από Δυσμών το Ιόνιον πέλαγος …Ο Νέστος τη χωρίζει από τη Θράκη». Καθορίζοντας βέβαια τα βόρεια και δυτικά γεωγραφικά της όρια με βάση τις περιοχές που συνορεύει κι όχι τα ακριβή τους σύνορα, καταλήγει σ’ έναν ασαφή καθορισμό ορίων, κάτι που άλλωστε λίγο τον ενδιαφέρει, καθώς όλες αυτές οι περιοχές, ελληνικές και μη, ανήκουν στην ίδια ευρύτερη κρατική οντότητα, την Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ δεν έχουν αρχίσει ακόμα οι μεταξύ των βαλκανικών λαών εθνικοί ανταγωνισμοί που απαιτούν ένα τελικό ξεκαθάρισμα των γεωγραφικών ορίων της κάθε εθνότητας.

Λίγο πιο ξεκάθαρη παρουσιάζεται η κατάσταση στην συνέχεια, που επιχειρεί μια ονομαστική παρουσίαση των πόλεων τής Μακεδονίας, σπάνια συνοδευμένη όμως από σχόλια σχετικά με την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού τους και την ισ-τορία τους. Ξεκινά από τις πόλεις τής Πιερίας αναφέροντας και τα αρχαία τους ονόματα, προχωρά στη Θεσσαλονίκη, όπου κάνει μια μεγάλη παρέκβαση για να μας πει την ιστορία της, προχωρά στις κωμοπόλεις της Χαλκιδικής, στις παραλιακές περιοχές των Σερρών και της Καβάλας, για ν’ ανεβεί προς τις Σέρρες και τη Δράμα και τις κοντινές τους πόλεις Μελένικο, Νευροκόπι, Κιστεβέρνο Πιρίνι. Μέχρι εδώ τις πόλεις που ανέφερε τις θεωρεί προφανώς ελληνικές, γιατί αμέσως μετά ανα-φέρεται στις «κατά την Μοισίαν κωμοπόλεις των Βουλγάρων Μπομπόσεβο, Δούπνιτζα κ.ά., από τις οποίες διασημοτέρα είναι η Στρούμιτζα, πόλις των Τριβαλλών». Προχωρά μετά βορειότερα, στις περιοχές της Αλμωπίας και της Παιονίας· στην τελευταία αναφέρει αρκετές πόλεις με σλαβικά ονόματα, όχι όμως και στις παραπέρα περιοχές, Σιντική, Λυγκηστία, Πελα-γονία. Παρουσιάζει την Καστορία, την Σάτιστα, τα Γρεβενά, την Κοζάνη, τα Σέρβια, για να προχωρήσει στις περιοχές Βισα-λτίας και Μυγδονίας, όπου περιλαμβάνει το Μοναστήριον και τη Βοσκόπολι. Στην συνέχεια περνά στην Ημαθία, στην Πέλλα και στα Γιαννιτζά, για να καταλήξει τελευταία στην Γαλάτιστα Χαλκιδικής.

Ο Μελέτιος δεν κάνει ιδιαίτερα σχόλια ούτε για την εθνολογική σύνθεση ούτε για το μέγεθος των πόλεων, μπορούμε όμως να καταλήξουμε στο ότι την συντριπτική πλειοψηφία των περιοχών που αναφέρει τις θεωρεί ελληνικές, καθώς επίσης και ότι δεν περιλαμβάνει στα όρια της Μακεδονίας το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού κράτους των Σκοπίων. Στη συνέχεια του έργου του, στις σελίδες 443 και 531, όπου μιλά για την Ασία, ο Μελέτιος κάνει ακόμα δύο αναφορές, αυτήν την φορά στους αρχαίους Μακεδόνες, θυμίζοντας έργα των προηγούμενων εκπροσώπων του Διαφωτισμού.

Το δεύτερο χρονικά βιβλίο γεωγραφίας της περιόδου είναι γραμμένο από τον Ιώσηπο Μοισιόδακα (του οποίου ήδη εξε-τάσαμε την «Απολογία»), δεν είναι όμως περιγραφή περιοχών, αλλά, όπως τιτλοφορείται, «Θεωρία της Γεωγραφίας» (1781), συνεπώς δεν υπάρχει περιγραφή της Μακεδονίας, αλλά κάποιες τυχαίες αναφορές του όρου, δύο στον Αλέξανδρο το Μακε-δόνα (σ.164 και 205) και μία στη χρήση γεωγραφικών πινάκων που έκαναν «οι ¨Ελληνες οι πριν των Μακεδόνων» (σ.164).

Το καλύτερο έργο γεωγραφίας της εποχής και ένα έργο σταθμός στην ιστορία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού είναι η «Γεωγραφία Νεωτερική» (1791) των Δημητριέων λογίων Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά. Το «Περί της Μακεδονίας» κεφάλαιο (σ.197-211) ξεκινά με μια αναφορά στην ιστορία της, όπου τονίζεται πως « οι πρώτοι κάτοικοι της Μακεδονίας ήταν εκείνοι οπού ήταν και της Ελλάδος», για να περάσει στη συνέχεια στον καθορισμό του μεγέθους και των ορίων της. Κατά τους συγγραφείς, «η κυρίως Μακεδονία περιλαμβάνοντας και την Αρβανιτιά. … κείται αναμεταξύ εις ταις 37 μοίραις και 42 ½ του μήκους, και εις ταις 40 σχεδόν και 43 του πλάτους.Το μάκρος της είναι από τον Πύργο το δυτικώτατο μέρος της έως εις τον Νέστο, κοντά 112 λέγαις κοιναίς, και το πλάτος της … κοντά 75. Συνορεύει από το μεσημβρινό με το Αιγαίο, τη Θεσσαλία και την ΄Ηπειρο, από το ανατολικό με το Αιγαίο και τη Θράκη, από το δυτικό με τον Αδριατικό κόλπο…και από το βορρά με τη Δαλματία, Μπόσνα, Σερβία, Βουλγαρία».

Στην συνέχεια αναφέρονται χωριστά στις πόλεις που την αποτελούν και πρώτα σ’ αυτές της «Αρβανιτιάς» που κατ’ αυτούς «τώρα πρέπει να θεωρηθή ξεχωριστή επαρχία», και στη συνέχεια στης «κυρίως Μακεδονίας». Αναφέρουν πρώτα τις Έδεσ-σα, Πέλλα και Όλυνθο, που «ήταν αι περιφημότεραις πόλεις στο παλαιό» και μετά στη Θεσσαλονίκη, της οποίας αναφέρ-ουν την ιστορία και τονίζουν ότι «κατοικείται από Ρωμαίους, Τούρκους και πλήθος Εβραίων». Προχωρούν έπειτα στα Βο-δενά, Κόζιανη, Σιάτζιστα, Βέρροια, Νιάουσα και Γιαννιτζά. Η περιγραφή τους των πόλεων είναι λιγότερο λεπτομερής από του Μελετίου, καθώς περιλαμβάνουν σ’ αυτήν μόνο τις μεγαλύτερες, όμως τα όρια της Μακεδονίας που δίνουν τα δύο έργα γενικά συμπίπτουν. Χαρακτηριστικό είναι ότι κι αυτοί αφήνουν έξω από τα όρια της Μακεδονίας τα Σκόπια, τα οποία περι-λαμβάνουν στη Σερβία (βλ. σ.265). Αν και δε γίνονται ειδικές αναφορές στην εθνολογική σύσταση του πληθυσμού για τη σύγχρονή τους εποχή (παρά μόνο για την αρχαιότητα, κι αυτή είναι υπέρ της ελληνικότητας της Μακεδονίας), φαίνεται ξεκάθαρα ότι όταν μιλούν για τη Μακεδονία και τις πόλεις της αναφέρονται σε περιοχές ελληνικές, κατοικούμενες από Έλληνες, που ξεχωρίζουν από αυτές στις οποίες κατοικούν Αλβανοί, Σέρβοι και Βούλγαροι.

Διαφορετικά είναι τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ένας άλλος διάσημος λόγιος και δάσκαλος της εποχής, ο Ηπειρώ-της Αθανάσιος Ψαλίδας, στις –ανέκδοτες ως το 1931- σημειώσεις των μαθημάτων του Γεωγραφίας. Αναφερόμενος στους λαούς της Ευρωπαϊκής Τουρκίας λέει πως την κατοικούν τέσσερα γένη, « Τούρκοι, Σλάβωνες, Έλληνες και Βλάχοι ». Γι’ αυτόν «Σλάβωνες είναι οι Βούλγαροι, Σέρβοι, Μποσνάκοι και οι Αρβανίταις» (σ.43), οι οποίοι και κατοικούν « σήμερον εις το Παραδούναβι, εις την Θράκην, εις την άνω και κάτω Μακεδονίαν, εις την Σερβίαν και εις την Δαλματίαν, εις την Μπόσναν, εις την Γκεγγαρίαν, εις το Μαυροβούνι και εις την Ήπειρον», ενώ οι Έλληνες, «οπού τώρα λέγονται Ρωμαίοι, κατοικούν εις την Ελλάδα με τα νησιά της, εις τα παραθαλάσσια της Μακεδονίας και Θράκης έως την Βάρναν και εις την Ήπειρον». Βλέπουμε δηλαδή ήδη να περιορίζει τον Ελληνισμό τής Μακεδονίας στα παράλιά της.

Στη συνέχεια (σ.48) χωρίζει την Ευρωπαϊκή Τουρκία σε « επαρχίαις δέκα » ( Θράκη, Βουργαρία, Σερβία, Μακεδονία, Αρβανιτιά, Μπόσνα, Ελλάδα, Βλαχιά, Μπογδανιά, Μπασαραβία ), τις οποίες και εξετάζει μία μία. Την Μακεδονία την εξετάζει «ογδόη» στη σειρά (σ.55-7), δηλώνοντας πως « είναι ξαϊκουστή διά τον Φίλιππον και τον υιόν του Αλέξανδρον τον μέγαν. Τώρα όμως είναι ποταπή αφορμής οπού κατοικείται από ποταπούς ανθρώπους». Αυτό το συγκεκριμενοποιεί παρατηρώντας πως «η μάθησις ωστόσο λείπει ολότελα, οι κάτοικοί της είναι Βουργάροι, Τούρκοι και ολίγοι Έλληνες και Βλάχοι άποικοι». Στη συνέχεια, αφού διευκρινίζει τα γεωγραφικά της όρια («ξεχωρίζεται από τη Θράκη με το βουνό Ροδόπη, από τη Βουργαρία και την Σερβία με το βουνό Σκάρδο, από την Αρβανιτιά με τα Ακροκεραύνια και από την Θεσ-σαλίαν με τον Όλυμπον και Χάσια»), προχωρά στην απαρίθμηση των πόλεών της, χωρίς να περιορίζεται, όπως ο Μελέτιος και οι Δημητριείς, στην απλή ονομαστική τους παράθεση, αλλά επιχειρεί και μια περιγραφή της κατάστασής τους και της σύνθεσης του πληθυσμού τους, που διόλου δεν καταλήγει υπέρ του ελληνικού στοιχείου.

Για την Θεσσαλονίκη αναφέρει ότι κατοικείται από Τούρκους, Έλληνες, Χριστιανούς και πολλούς Εβραίους, για τις Σέρρες από «Βουλγάρους, Τούρκους ολίγους Γραικούς, Βλάχους», το Μελένικο από «Βουλγάρους και ολίγους Γραικούς», το Μοναστήρι από «Βουλγάρους, Τούρκους, Βλάχους, Εβραίους», η Καστοριά, η Δράμα και η Σίχνα από «Βουργάρους, Τούρ-κους και λίγους Έλληνας», τα Σέρβια, η Καταιρίνη, η Νιάουστα και τα Γρεβενά από Τούρκους και Έλληνες, ενώ τα Βοδενά, Μογλινά, Κατράτζα, Εστίπ, Κιουπρουλί, Δούπνιτζα, Περλεπέ, Φλορίνα, Πετρίτσι «και άλλες τέτοιες μικρές πόλεις κατοι-κούνται από Τούρκους και Βουργάρους». Τονίζει για άλλη μια φορά στη συνέχεια πως « απ’ όλαις ταις πόλεις της άνω και κάτω Μακεδονίας ή μικρή ή μεγάλη δεν είναι ούτε καλά κτισμένη ούτε πολιτισμένη, αλλά όλαις Βουργαρί-ζουν και Σλαβωνίζουν». Την περιγραφή της Μακεδονίας ο συγγραφέας τελειώνει αναφέροντας τα «μεγαλοπρεπή απομεινάρια των παλαιών πόλεων και ελληνικών αποικιών» που σώζονται στα «παραθαλάσσια της Μακεδονίας».

Οι αναφορές του Ψαλίδα στην σλαβική προέλευση του πληθυσμού των πλείστων ηπειρωτικών πόλεων της Μακεδονίας πρέπει να μας προβληματίσουν έντονα. Ισχύει, και αν ναι, γιατί δεν την αναφέρουν κι άλλοι γεωγράφοι; Ήθελαν από φόβο να την κρύψουν, ενώ αυτός βάζει την αλήθεια μπροστά από εθνικά συμφέροντα (δίνοντας έτσι απρόσμενα επιχειρήματα στους παλιότερους Βουλγάρους και στους τωρινούς Σκοπιανούς διεκδικητές της Μακεδονίας); Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθ-ώς, όπως ήδη παρατηρήσαμε (μιλώντας για το Μελέτιο), αυτά τα εθνικά συμφέροντα δεν υπήρχαν τότε. Ο Ψαλίδας παραβαίνει ένα βασικό επιστημονικό κανόνα που ( προς τιμή τους ) τόνισαν και εφάρμοσαν οι Δημητριείς στη δική τους Γεωγραφία: δεν είναι σωστό να προβεί κάποιος ( κάνοντας ψευδή επίδειξη πολυμάθειας ) σε αναλυτική περιγραφή μιας περιοχής αν δεν την έχει γνωρίσει ο ίδιος από κοντά, κι αυτή τη γνώση φαίνεται ξεκάθαρα ότι την στερείται από τις περιγραφές που κάνει κι από τις αναφορές του και στην εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού και στην κατάσταση της παιδείας και στην πολεοδομική συγκρότηση των μακεδονικών πόλεων, μικρών και μεγάλων. Πέφτει επίσης κι αυτός στην παρανόηση πολλών επισκεπτών της Μακεδονίας, Ευρωπαίων και Ελλήνων, να θεωρούν τους σλαβόφωνους κατοίκους της Βούλγαρους. Μέσα από αυτά του τα σφάλματα ο σπουδαίος κατά τ’ άλλα Ηπειρώτης λόγιος δημιουργούσε λανθασμένη άποψη για την κατάσταση της σύγχρονής του Μακεδονίας σ’ όσους παρακολουθούσαν τα μαθήματά του και ευτυχώς, λόγω της μη έκδοσής τους, το κακό περιορίστηκε εκεί.

Μαθητής του Ψαλίδα ήταν ο επόμενος συγγραφέας βιβλίου γεωγραφίας που θα εξετάσουμε, ο βορειοηπειρώτης ιεροδιά-κονος και δάσκαλος Κοσμάς Θεσπρωτός (1780-1852). Η γεωγραφία του, αν και προοριζόταν για ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, έμεινε ανέκδοτη (ως το 1964). Περιλαμβάνει γεωγραφία της Αλβανίας, γραμμένη αποκλειστικά από τον ίδιο, και γεωγραφία της Ηπείρου, βασισμένη στις παραδόσεις του δασκάλου του Ψαλίδα, τις οποίες παραθέτει συμπληρωμένες. Όπως μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε από το θέμα, δε γίνεται γεωγραφική περιγραφή της Μακεδονίας αλλά κάποιες σκόρπιες μόνο αναφορές σ’ αυτήν χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Μιλώντας για τα δυτικά όρια της Αλβανίας παρατηρεί ότι «συνορεύει …ανατολικά με την δυτικήν Μακεδονίαν» (σ.4). Άλλες τέσσερις φορές αναφέρεται σ’ αυτήν μιλώντας για γεγο-νότα που αφορούν την Αλβανία (σ. 15, 20, 31 και 32), ενώ μια τελευταία και σημαντικότερη αναφορά κάνει προς το τέλος του έργου (σ.55), όπου αναφέρει «τα επισημότατα (20) καπιτανάτα ευρισκόμενα την σήμερον [μετά το 1830] εις το Τουρ-κικόν Κράτος, Θεσσαλίαν και Μακεδονίαν». Εκεί λοιπόν αναφέρεται σε πλήθος Ελλήνων κλεφτών στις ελληνικές περιο-χές της Ηπείρου Θεσσαλίας και Μακεδονίας (όσο αφορά την τελευταία, στον Όλυμπο, τα Βοδενά, τα Σέρβια, τα Γρεβενά, το Βλαχολίβαδο και το Μοναστήρι), που όλοι μαζί συγκεντρώνουν έναν απελευθερωτικό στρατό 1835 ανδρών.

Θα συνεχίσουμε με τη «Γεωγραφία Μεθοδική απάσης της Οικουμένης» (1818) του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, «ιατροφιλοσόφου και διδασκάλου» στην Αθήνα. Εξετάζοντας την Ελλάδα ο συγγραφέας παρατηρεί (σ.154) ότι «Ελλάς το πάλαι μόνον η Θεσσαλία ελέγετο…μετά ταύτα εκλήθησαν και άλλα μέρη, δηλαδή η Αττική, η Πελοπόννησος, η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θράκη, η Ιωνία και όλο το Αρχιπέλαγος». Περιλαμβάνει δηλαδή τη Μακεδονία μέσα στις ελληνικές περιοχές από αρχαιοτάτων χρόνων. Αναφερόμενος έπειτα στα ήθη των συγχρόνων του Ελλήνων, παρατηρεί πως «όλοι οι Έλληνες, μάλιστα δε οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί, είναι φιλόξενοι». Έχει δηλαδή ο όρος Μακεδόνες έννοια δηλωτική των Ελλήνων κατοίκων μιας συγκεκριμένης ελληνικής περιοχής, όπως και ο όρος Θεσσαλοί. Αναλυτική περιγραφή της Μακεδονίας δεν κάνει (ούτε και των άλλων βόρειων περιοχών του Ελληνισμού), τονίζει απλά πως «συνορεύει με την Βουλγαρίαν, Θράκην, Θεσσαλίαν και Αλβανιτίαν» και πως «πρωτεύουσα πόλις αυτής είναι η Θεσσαλονίκη», ενώ «δευτέρα είναι αι Σέρραι» (άλλες δύο αναφορές του όρου Μακεδονία, όχι τόσο σημαντικές, κάνει και κατά την παράθεση των βουνών και ποταμών της Βαλκανικής).

Έργο γεωγραφίας έχει γράψει και ο Κωνσταντίνος Κούμας ( που το ΙΒ΄ τόμο της Ιστορίας του είδαμε ήδη ) με τίτλο «Σύνοψις της παλαιάς Γεωγραφίας» ( 1819 ) και το οποίο αποτελεί κυρίως μετάφραση της Γεωγραφίας του Nitsch. Το έργο αποτελεί μια πολύ σύντομη εισαγωγή, καθώς ο Κούμας δεν είναι αυτόπτης των περιοχών που περιγράφονται, γι’ αυτό και παρακινεί «να περιγράψη καθείς από τους ελλογίμους μας την ιδιαιτέραν του πατρίδαν» και να κοινοποιήσει αυτή του την περιγραφή στον Λόγιο Ερμή. Όσο αφορά τώρα τη Μακεδονία, περιορίζεται στα γεωγραφικά της όρια ( Νέστος και Αιγαίο προς Ανατολάς, Καμβούνια και Όλυμπος προς Νότο, Αχρίδα προς Δυσμάς και Όρβηλος προς Βορρά ) και στην παράθεση των αρχαίων πόλεών της (σ.69-71).

Ένα αρκετά σημαντικό βιβλίο γεωγραφίας, προορισμένο κι αυτό για διδακτικούς κυρίως σκοπούς, όπως και τα περισσότε-ρα βιβλία αυτής της ομάδας, είναι και η τρίτομη «Νεωτάτη Διδακτική Γεωγραφία»(1838) του Νικολάου Λωρέντη. Οι σχετι-κές με τη Μακεδονία αναφορές, πολλές και ιδιαίτερα κατατοπιστικές, περιλαμβάνονται στο Β’ τόμο του έργου, στο κεφά-λαιο για την Ευρωπαϊκή Τουρκία. Αφού ο συγγραφέας αναφέρει το συνολικό αριθμό των κατοίκων της («9,5 ως 10 εκατομ-μύρια, ίσως και 12»), προχωρά παραθέτοντας τα «δέκα γένη» που την αποτελούν, τα εξής:

α) Το Οθωμανικόν, το… έχον την δεσποτείαν.

β) Των Ταρτάρων, στις όχθες του Δουνάβεως.

γ) Των Αράβων στην Κρήτη, μόλις 4000.

δ) Το ελληνικόν γένος, απαρτίζον το πλείστον μέρος της πληθύος των εντεύθεν της σειράς του Αίμου επαρχιών του εν Ευρώπη Οθωμανικού βασιλείου και των πέριξ αυτού νήσων, εικάζεται άπαν συμποσούμενον τα νυν υπέρ τα 1.800.000 μετά των όσων ζώσι έτι εντός των ηγεμονιών της Μολδοβλαχίας και πολλαχού της Σερβίας και Βουλγαρίας…

ε) Το Σλαβικόν, το ¼ της πληθύος, κατέχον τας βορειοδυτικάς επαρχίας του οθωμανικού βασιλείου, περιλαμβάνον δύο φυλάς, Βουλγαρικήν και Ιλλυρικήν. Στη δευτέρα οι Σέρβοι, οι Βόσνοι, οι Κροάται, οι Μαυροβούνιοι. Οι Βούλγαροι κατ-έχουν όλη τη μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου όρους έως του Ευξείνου πόντου προς Ανατολάς εκτεινομένη χώρα, αριθμός 1,8 εκατομμύρια.

στ) Αλβανών.

ζ) Το Δακικόν ή Βλαχομολδαυϊκόν.

η) Αρμενίων.

θ) Ιουδαϊκόν.

ι) Αθιγγάνων, 200.000. Ζουν ακόμα πολλοί Ευρωπαίοι (Φράγκοι)».

Σ’ αυτή την αναλυτική παρουσίαση πουθενά δε γίνεται αναφορά σε κάποιο μακεδονικό γένος, απλά διότι δεν υπήρχε, ενώ οι Έλληνες παρουσιάζονται να υπερτερούν πληθυσμιακά στις νότια του Αίμου περιοχές, δηλαδή και στη Μακεδονία. Παρουσιάζοντας κατόπιν την «τοπογραφία» της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, τη χωρίζει σε «τέσσερις σατραπείες, Ρωμανίας ή Ρούμελης, Βοσνίας, Νήσων Αιγαίου, Κρήτης». Η πρώτη περιλαμβάνει, κατά το συγγραφέα, «το πλείστο μέρος της Θράκης, όλη τη Βουλγαρία, Μακεδονία, Ήπειρο, Αλβανίαν και Θεσσαλίαν».

Προχωρά στη συνέχεια στην εξέταση καθεμιάς από αυτές τις περιοχές εξετάζοντας τη Μακεδονία δεύτερη μετά τη Θράκη (σ.412-22). Καθορίζει τα γεωγραφικά της όρια, δηλώνοντας πως «ορίζεται αρκτικώς υπό της άνω Μοισίας και Βουλγαρίας, ανατολικώς υπό της Θράκης (Νέστος) και του Αιγαίου, μεσημβρινώς υπό της Θεσσαλίας (Όλυμπος, Καμβούνια) και του Αιγαίου και δυτικώς υπό της Ηπείρου και Αλβανίας». Ο πληθυσμός της γράφει πως περιλαμβάνει «760.000 κατοίκους, τους πλείστους Έλληνας ομιλούντας την νέαν ελληνικήν γλώσσαν και πολλούς Βλάχους…θεωρουμένους ως αποίκους των αρχαίων Δακορωμαίων». Τη χωρίζει σε «τέσσερις σημαιαρχίες (σαντζάκια): Θεσσαλονίκης, Σκοπίας, Σερρών, Ουλπιάνου…».

Προχωρά στη συνέχεια σε λεπτομερή ονομαστική παρουσίαση των πόλεών της, αναφέροντας για πολλές από αυτές –προ-φανώς για όσες έχει ασφαλείς κατ’ αυτόν πληροφορίες – τον αριθμό των κατοίκων τους και την εθνολογική τους σύσταση. Ξεκινά από την «πρωτεύουσα όλης της επαρχίας», τη Θεσσαλονίκη, με 75 χιλιάδες κατοίκους («20 χιλιάδες Έλληνες, 15 χιλιάδες Ιουδαίοι, οι λοιποί Οθωμανοί, Αρμένιοι και τινές Ευρωπαίοι»), προχωρά στην Πιερία, Ημαθία, Πέλλα, Μοναστήρι, Φλώρινα, Κοριτσά, Δυτική Μακεδονία και μετά βορειότερα στη μεταξύ Αξιού και Στρυμόνα περιοχή των Σκοπίων, για να κατεβεί μετά προς Μελένικο, Ανατολική Μακεδονία και Χαλκιδική. Αναφορές στον πληθυσμό τους κάνει για τις εξής πόλεις: «Κατερίνη, 1800 κ. τους πλείστους Έλληνας…, Βέρροια 8000 κ. Έλληνας τους πλείστους…Νιάουστα, κατοικουμένη υπό Ελ-λήνων μόνον, Γιαννιτζά 6000 κ., Βοδινά 12000 κ.,…Βελλεσσός, 6000 κ. όλους σχεδόν Έλληνας…, Μοναστήρι 15000 κ. τους πλείστους Βλάχους και Βουλγάρους…, Κοριτζά 8000 κ. πλείστους Έλληνας, Καστοριά 16000 κ. από τους οποίους πολλοί Οθωμανοί και Ιουδαίοι, Κλεισούρα, κώμη υπό 2500 Μακεδονοβλάχων με ελληνικόν σχολείον εν αυτή…, Σάτιστα 5000 κ. όλους Έλληνας, Λεψόνι 3000 κ. Οθωμανούς, Γρεβενά 2500 κ., Σέρβια 2000 κ., Κοζάνη 3000κ. όλους Έλληνα ς…, Σκοπία ή Σκούποι 10000 κ., Κουμάνοβον 10000 κ.,…,Στρουμίτζα 300 οικίες οι πλείστες τουρκικές, Καρατόβα 4000 κ., Μελένικος 6000 κ. τους πλείστους Έλληνας, Νευροκόπι 2000, Δράμα 8000, Σέρραι 35000 κ. οι πλείστοι Έλληνες και τινές Οθωμανοί και Ιου-δαίοι… Καβάλα 2800 κ.», ενώ τα χωριά της Χαλκιδικής τα παρουσιάζει «υπό Ελλήνων» κατοικούμενα. Μέσα από όλα αυτά τα στοιχεία που παραθέτει φαίνεται ξεκάθαρα η θέση του συγγραφέα ότι η Μακεδονία αποτελεί μία από τις αλύτρωτες περιοχές του Ελληνισμού, κατοικούμενη ως επί το πλείστο από Έλληνες.

Το τελευταίο βιβλίο γεωγραφίας της περιόδου είναι η «Γεωγραφία της Ελλάδος αρχαίας και νεωτέρας» του Ιωάννη Βαλέττα (η μόνη εκδομένη σ’ ελληνικό έδαφος, στην Ερμούπολη, όπου δίδασκε ο συγγραφέας, το 1839). Το ΣΤ’ κεφάλαιο τιτλοφορεί-ται «Περί Θράκης, Μακεδονίας, Ιλλυρίας και των εν αυταίς ελληνικών αποικιών». Η Μακεδονία εξετάζεται στις σελίδες 162-165 (της β’ έκδοσης,1841). Αρχικά ορίζονται κι εδώ τα γεωγραφικά της όρια (από τη Θράκη «χωρίζεται διά του Νέστου», «προς Νότον έχει το Αιγαίον και τον Όλυμπον», «προς Δυσμάς την Ιλλυρίαν (Αλβανίαν)» και «προς Βορράν την Δαρδανίαν και Μοισίαν (Σερβίαν και Βουλγαρίαν) από των οποίων την χωρίζει το όρος Όρβηλος»), ενώ στη συνέχεια παρατίθενται οι πόλεις της, όχι όμως οι σύγχρονες αλλά οι αρχαίες.Τελειώνει με μια σαφή αναφορά στην ελληνικότητα των αρχαίων Μακε-δόνων (εννοείται ότι θεωρεί και τη Μακεδονία ελληνική περιοχή, αφού την περιλαμβάνει στη γεωγραφία της Ελλάδας), όταν γράφει ότι «εθεωρούντο δε ανέκαθεν οι Μακεδόνες ισχυρόν και πολεμικόν έθνος της αρκτώας Ελλάδος».


Συμπεράσματα


Από την μελέτη αυτή των έργων των εκπροσώπων της ύστερης περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού που επιχειρήσα-με, είτε πρόκειται για φιλοσοφικά, ιστορικά, φιλολογικά ή άλλου είδους συγγράμματα είτε για βιβλία γεωγραφίας, μπορ-ούμε να καταλήξουμε σε ορισμένα γενικά συμπεράσματα για την σημασία των όρων Μακεδονία και Μακεδόνες όταν περι-έχονται σ’ αυτά.

Στα ποικίλου περιεχομένου έργα κατ’ αρχήν της πρώτης ομάδας οι αναφορές είναι συνήθως λιγοστές και σκόρπιες και τις περισσότερες φορές αφορούν την αρχαία Μακεδονία και τους βασιλιάδες της, όμως ως μια περιοχή καθαρά ελληνική από την αρχαιότητα (οι Έλληνες λόγιοι, όσο και αν δέχονται – επηρεασμένοι από τις αντιλήψεις των Ευρωπαίων λογίων της εποχής – τις απόψεις περί αρνητικής συμβολής της μακεδονικής μοναρχίας στα ελληνικά πράγματα κατά τον 4ο αι. π.Χ., πουθενά δε φαίνονται ν’ αποδέχονται τις άλλες θεωρίες περί μη ελληνικής καταγωγής των Μακεδόνων ), ενώ οι όποιες αναφορές τους στη σύγχρονή τους πραγματικότητα της Μακεδονίας δείχνουν με σαφήνεια ότι αφορούν μια περιοχή ελληνική, κατοικούμενη από Έλληνες.

Από τα εννιά πάλι έργα γεωγραφίας της εποχής, σε περιγραφή της προβαίνουν τα επτά (εξαιρούνται αυτά του Μοισιόδακα και του Θεσπρωτού ), λεπτομερή όμως κάνουν μόνο τα τέσσερα ( Μελέτιος, Δημητριείς, Ψαλίδας, Λωρέντης ), ενώ τα υπό-λοιπα τρία ( Πύρρος, Κούμας, Βαλέττας ) κάνουν πολύ σύντομη περιγραφή της που περιλαμβάνει τα γεωγραφικά της όρια και τις σπουδαιότερες πόλεις της και κυρίως τις αρχαίες, μιλώντας όμως και πάλι για τη διαχρονική της ελληνικότητα. Από τα τέσσερα έργα που την περιγράφουν λεπτομερώς, ιδιαίτερα σαφή γνώση του θέματος δείχνει το ένα, ο Λωρέντης, που προβαίνει και σε πλήθος παρατηρήσεις υπέρ της ελληνικής πλειοψηφίας των κατοίκων της, κάτι που λόγω λανθασμένης πληροφόρησης ( και όχι εχθρικής διάθεσης ) αρνείται ( με πικρία) ο Ψαλίδας, ενώ τα άλλα δύο έργα (Μελέτιος, Δημητριείς ) μιλούν και αυτά για την ελληνικότητά της.

Πουθενά επίσης δεν υπάρχει ούτε και η παραμικρή αναφορά στην ύπαρξη κάποιας ιδιαίτερης μακεδονικής εθνότητας, καθώς ο όρος Μακεδόνας, όπου χρησιμοποιείται, έχει έννοια γεωγραφική, αφού δηλώνει τον κάτοικο, Έλληνα, χριστιανό ή Τούρκο, της περιοχής αυτής. Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως στα γεωγραφικά όριά της σχεδόν ποτέ δεν περιλαμβάνονται οι περισσότερες από τις περιοχές που ανήκουν σήμερα στο κράτος τών Σκοπίων.


ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ 1821


Στο δεύτερο μέρος της έρευνάς μας θα εξετάσουμε τα σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 κείμενα που γράφτη-καν από σύγχρονους των γεγονότων. Είναι συνολικά 52 κείμενα, από τα οποία 36 αποτελούν απομνημονεύματα πρωταγω-νιστών ή και δευτερευουσών μορφών του Αγώνα, τα 13 ιστορίες της Επανάστασης ( είτε του συνόλου της είτε περιορισμέ-νες σε κάποια περίοδό της ή σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή), γραμμένες όμως από μετέχοντες στα γεγονότα ή έστω συγ-χρόνους τους, γι’ αυτό κι έχουν στην ουσία μια ενδιάμεση μορφή ιστορίας και απομνημονευμάτων (κλίνοντας περισσότερο προς τα δεύτερα ) και τα 3 ιστορικά κείμενα γραμμένα από άμεσους απογόνους κάποιων πρωταγωνιστών και βασισμένα στις γραπτές και μη προσωπικές μαρτυρίες των τελευταίων.

Ο Αναστάσιος Καρατάσος (1764 – 1830) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός στην Επανάσταση του 1821.

Γεννήθηκε στο χωριό Δοβρά του Βερμίου, λίγα χιλιόμετρα έξω από

την Βέροια και θεωρείται ο σπουδαιότερος επαναστάτης της Μακεδονίας

Από τα 52 αυτά κείμενα αναφορές στον όρο Μακεδονία και τα παράγωγά του γίνονται στα 32.

Εξετάζοντάς τα θα επιχειρήσουμε – για διευκόλυνση της έρευνας και των συμπερασμάτων μας – μια κατηγοριοποίησή τους σε πέντε επιμέρους ομάδες, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής και δράσης των συγγραφέων τους:

α) στους αγωνιστές που κατάγονταν από την Πελοπόννησο ή έδρασαν σ’ αυτήν,

β) στους Στερεοελλαδίτες αγωνιστές,

γ) στους καταγόμενους από τα Επτάνησα και τα νησιά του Αιγαίου,

δ) στους προερχόμενους από τις περιοχές δράσης του παροικιακού ελληνισμού και

ε) στους καταγόμενους από τις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας ( Ήπειρο, Θεσσαλία, Θράκη και την ίδια τη Μακεδονία ).

Τα κείμενα όμως που σχετίζονται με την Επανάσταση δεν περιορίζονται στα απομνημονεύματα και τις ιστορίες. Υπάρχει ακόμα ένα πλήθος επιστολών και επίσημων κειμένων, τα οποία σώζονται σήμερα σε διάφορα αρχεία. Ένα μέρος αυτών ερευνήσαμε και αντλήσαμε 16 σχετικά κείμενα (10 επιστολές, 3 υπομνήματα ή αναφορές, 1 προκήρυξη και 2 κείμενα επίσημων σωμάτων ) που αφορούν την έρευνά μας και τα οποία εντάσσουμε σε μια έκτη ομάδα.


Ο Κανέλλος Δεληγιάννης (1780-1862) ήταν Έλληνας πρόκριτος, οπλαρχηγός και πολιτικός.Γεννήθηκε στα Λαγκάδια

Γορτυνίας και ήταν γιος ενός από τους ισχυρότερος προκρίτους (κοτζαμπάσηδες) του Μοριά, του Ιωάννη Δεληγιάννη.

Α) Πελοποννήσιοι Αγωνιστές

Θα ξεκινήσουμε με τα απομνημονεύματα της μεγαλύτερης μορφής του Ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που υπαγόρευσε το 1835 στο Γ. Τερτσέτη και φέρουν τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής». Στο κείμενο αυτό δε γίνεται καμία αναφορά του όρου Μακεδονία, καθώς ο Γέρος του Μοριά περιορίζεται στα γεγονότα στην Πελοπόννησο και μόνο κάπου μιλά «για την Σαλονίκην» (σ. 152) ως το συμφωνημένο τόπο καταφυγής των πολιορκη-μένων Τούρκων της Κορίνθου (Νοέμβριος 1823). Αναφορά του όρου κάνει όμως στη σημαντική του «Ομιλία προς τους νέους» στην Πνύκα, το 1838 (Τερτσέτης , τ. Α’, σ. 271), όπου μεταξύ άλλων λέει: «…και αν αυτή η ομόνοια εβαστούσεν ακόμη δύο χρόνους ηθέλομεν κυριεύσει και την Θεσσαλίαν και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως εις την Κωνσταντινού-πολη. Τόσον ετρομάξαμε τους Τούρκους, οπού ήκουαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακριά».

Ο Εμμανουήλ Παππάς (1772 – 1821) ήταν Φιλικός και αγωνιστής 1821, πρωτεργάτης της εξέγερσης στη Χαλκιδική, από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Άγαλμα του Εμμανουήλ Παππά στις Σέρρες.

Αναφέρεται δηλαδή σε μια περιοχή ελληνική, που μαζί με τη Θεσσαλία και τη Θράκη διεκδικούσαν από τους Τούρκους οι επαναστατημένοι Έλληνες απ’ την αρχή του Αγώνα .

Δύο αναφορές του όρου Μακεδόνας έχει στο «Υπόμνημά» του (1848) ο γιος του Θεόδωρου Γενναίος Κολοκοτρώνης, στο οποίο διηγείται τα γεγονότα του Αγώνα ως την άφιξη του Όθωνα (του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης). Η πρώτη ανα-φορά (σ. 79) γίνεται κατά την περιγραφή των συγκρούσεων με το Δράμαλη: «Την αυτήν στιγμήν ήλθεν και ο περίφημος Γάτσος εις τον Γενναίον …με 90 ανδρείους Μακεδόνας», ενώ η δεύτερη όταν μιλά για την αναδιάρθρωση του ατάκτου στρατού στο Ναύπλιο, το1826 (σ. 152): « Τότες εδιαιρέθησαν τα στρατεύματα εις σώματα και εις έθνη, π.χ. εις εν σώμα

[οι Επτανήσιοι] έχοντας αρχηγόν τον Πέταν, οι Μακεδόνες εις ξεχωριστόν, οι Ίωνες, οι Σμυρναίοι και λοιποί της Ασίας εις ξεχωριστόν σώμα, και άλλα τοιαύτα έθνη εις σώματα». Οι Μακεδόνες λοιπόν, ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, περιλαμβάν-ονται από το συγγραφέα στους εκτός των ορίων της κυρίως Ελλάδας Έλληνες , κάτι που κάνει την αναφορά του αυτή, καθ’ όσο μάλιστα δεν απηχεί αποκλειστικά προσωπικές του αλλά ευρύτερες απόψεις, ιδιαίτερα σημαντική .

Περισσότερες αναφορές (τέσσερις συνολικά), πάλι του όρου Μακεδόνας, κάνει, όπως και ο Γενναίος, ο υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, στα δύο κυριότερα έργα του, στα « Απομνημονεύματα περί της Ελ-ληνικής Επαναστάσεως» (1858) και στους «Βίους Πελοποννησίων ανδρών…» (1868).

Στα Απομνημονεύματα (σ. 293, σημείωση 1) κάνει μια πρώτη αναφορά όταν μιλά κι αυτός (όπως και ο Γ. Κολοκοτρώνης) για τον ερχομό του καπετάν-Γάτσου στην Πελοπόννησο: «…εις το στρατόπεδον…ευρέθη… και ο καπετάν Γάτσος με τον υιόν του Μήτσον και με άλλους εκατόν Μακεδόνες· αυτοί επήγαιναν πάντοτε με τον Γενναίον και επολεμούσαν τους Τούρκους καλά εις το Δερβενάκι και εις τα Βασιλικά, και όταν έφυγαν διά την πατρίδαν των οι Πελοποννήσιοι ελυπήθησαν διά την αναχώ-ρησίν των». Στους ίδιους κάνει αναφορά και στους Βίους (σ. 193): «…ο περίφημος καπετάν Γάτσος, ων εις τα όπλα εκ γενε-τής και σύντροφος αχώριστος του Ολυμπίου και οι στρατιώται του Μακεδόνες επολέμησαν εις τα Βασιλικά και τα Δερβε-νάκια γενναίως και οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν πολύ, διότι είδαν άνδρες, έχοντας ζήλον και εθνικισμόν μέγαν».

Οι άλλες δύο αναφορές βρίσκονται στα Απομνημονεύματα (σ. 445 και 469 αντίστοιχα) και αφορούν τη δράση του Καρατά-σου. Η πρώτη αναφέρεται στη μάχη στο Κρεμμύδι (1825): «Εις την μάχην ταύτην επολέμησαν γενναίως οι Μακεδόνες με τον Καρατάσον, εσκότωσαν ολίγους Τούρκους, επήραν ολίγα όπλα και μας ξεντρόπιασαν»· η δεύτερη λίγο πριν τη μάχη στο Μανιάκι: «Περί τα τέλη δε του Απριλίου [1825] ανεχώρησεν ο Φλέσας από το Ναύπλιον… Καθ’ οδόν απάντησεν τον Καρατά-σον…γνωστόν καπετάνιον και επίσημον με τους Μακεδόνας και λοιπούς, και τινάς καπεταναίους της Στερεάς». Οι τέσσερις αυτές αναφορές μιλούν για τη δράση των Μακεδόνων στην Πελοπόννησομετά το τέλος της επανάστασης στη Μακεδονία και εξαίρονται η γενναιότητά τους και η ελληνική εθνική τους συνείδηση.

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στη Νέδουσα ( Μεγάλη Αναστάσοβα ),

ένα μικρό χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χλμ από την πόλη της Καλαμάτας. Καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα, του δήμου Φαλαισίας της Μεγαλόπολης. Ήταν ανηψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Αντίθετα με τους προηγούμενους συγγραφείς του κύκλου του Θ. Κολοκοτρώνη, ο ανεψιός του Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) στα σύντομα «Απομνημονεύματά» του δεν αναφέρει καθόλου τον όρο .

Πολλές αναφορές από την άλλη πλευρά κάνει ο γραμματέας του Κολοκοτρώνη Μιχαήλ Οικονόμου στα «Ιστορικά της Ελλη-νικής Παλιγγενεσίας» (1873), ένα δίτομο έργο που κινείται μεταξύ ιστοριογραφίας και απομνημονευμάτων. Αναφέρει τέσ-σερις φορές τον όρο Μακεδονία, έξι τον όρο Μακεδόνας, μία το επίθετο μακεδονικός και τέσσερις φορές το σύνθετο όρο Θεσσαλομακεδόνες.

Η πρώτη αναφορά (τ.Α΄, σ.15) σχετίζεται με την κατοχή ελληνικών περιοχών από τους Βενετούς: «…κάτοχοι ευρεθέντες…οι Ενετοί πολλών εκ των ειρημένων μερών, βοηθούμενοι δε από τε τους…Ηπειρώτας, Μακεδόνας, Βουλγάρους, Σέρβους, Κρο-άτας, Ροδίους, Πατμίους και λοιπούς κατοίκους των ειρημένων μερών…εκώλυσαν …την ορμήν του Τούρκου» . Η δεύτερη (σ. 25) αναφέρεται στο ότι κατά το 1769 οι Πελοποννήσιοι «…διωργάνιζον …επανάστασιν… Ανεγνώριζον δε πάντες και την ανάγκην εξωτερικής τινός βοηθείας…Φημιζομένων δε τότε και των κατά της Τουρκίας πολέμων… της Αικατερίνης, διά τινος φιλελευθέρου επίσης Έλληνος Παπαδόπουλου ή Παπάζογλου, διατελούντος εις την υπηρεσία της από του 1765, εζήτησαν την προστασίαν της»· ακολουθεί στην ίδια σελίδα η σημείωση α΄: «Τοιαύτη εστίν η παράδοσις εν Πελοποννήσω … αν και ισχυρίζονται τινές [ότι]…όχι οι Πελοποννήσιοι εζήτησαν την βοήθειαν, αλλά η Αικατερίνη διήγειρεν αυτούς … διά τινος Παπαζώλη Μακεδόνος προς αντιπερισπασμόν… Το μεν Παπαζώλης εικάζω ότι είναι παραφθορά εκ του τουρκικού Παπάζο-γλου=Παπαδόπουλος»· από αυτή την αναφορά οφείλουμε να εντοπίσουμε πως ο Παπαζώλης ή Παπάζογλου χαρακτηρίζε-ται Μακεδόνας και Έλληνας.

Η τρίτη αναφορά (σ. 44) αφορά τον Αλή πασά και είναι λίγο περίεργη από την άποψη ότι ο συγγραφέας μπερδεύει λίγο τις φυλές και επηρεάζεται από τη (μέτρια) γνώση κάποιων διαδεδομένων τότε αλλά λανθασμένων θεωριών περί της καταγω-γής των Αλβανών που αυτάρεσκα διέδιδε ο πασάς των Ιωαννίνων : «[ Ο Αλή πασάς ] περιποιείτο πολύ και προσωκοιούτο εκτός των Αλβανών Τούρκων και τους Χριστιανούς, πολιτικούς τε και αρματολούς … Προσποιούμενος ότι εμίσει τους Τούρ-κους καθό Ασιανούς και ότι ως Μακεδών αυτός, Αλβανός τε και Έλλην, εμελέτα την ελευθερίαν και δόξαν των Μακεδόνων και Ελλήνων, υπό ηγεμονίαν Μακεδονικήν, Αλβανο-Ελληνικήν, και κράτος υφ’ εαυτού, ως του Μεγάλου Αλεξάνδρου απογό-νου».

Ακόμα κι από αυτή την αναφορά φαίνεται ότι ο όρος Μακεδών χρησιμοποιείται υπό γεωγραφική έννοια, για να δηλώσει τον Έλληνα ή το Μουσουλμάνο κάτοικο μιας περιοχής, ενώ ο Αλής, χρησιμοποιώντας κάποιες γνωστές λανθασμένες θεω-ρίες περί φυλετικής συγγένειας των αρχαίων Μακεδόνων και των Ιλλυριών, των θεωρούμενων προγόνων των Αλβανών, επιδιώκει να προσελκύσει τους χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας (δε φαίνεται κάπου ο συγγραφέας να ασπάζεται τις γνώμες αυτές) .

Η επόμενη αναφορά (σ. 100) μιλά για την τροφοδοσία με πυρίτιδα από τους αδελφούς Σπηλιοτόπουλους των ελληνικών περιοχών: «…έδιδον εις άπαντας…εις τε τας επαρχίας απάσας της Πελοποννήσου και εις τας της Στερεάς, έδωκαν δε ωσαύ-τως…και μεγάλας μάλιστα ποσότητας, διά τε την Κασσάνδραν και το όρος του Άθω, την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν, δια την Κρήτην και τας άλλας νήσους… όπου αν ελέγετο ότι πρόκειται να διαδοθή η επανάστασις». Παρακάτω περιγράφει τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης στο κεφάλαιο με τίτλο «Θετταλο-Μαγνησία και Μακεδονία και Εύβοια», ενώ αναφέρεται στις εξεγέρσεις στην Χαλκιδική και στην Νάουσα μεταξύ των άλλων ελληνικών περιοχών στο κεφάλαιο με τίτλο «Μακεδονία»: «Της Επαναστάσεως μετέσχε κατά τα μέσα Μαΐου 1821 και η Μακεδονία· και η μεν της Κασσάνδρας επανάστασις διήρκεσε μέχρι τέλους Οκτωβρίου, του δε Αγίου Όρους μέχρι τέλους Δεκεμβρίου· αλλά μετά πολλάς γενναίας μάχας πολλά και πρά-ξαντες, και παθόντες, οι γενναίοι Μακεδόνες, και ούτοι απέτυχον, κυριευθείσης και της Ναούσης κατά τα μέσα Απριλίου του 1822, και επί πάντων των λοιπών μερών και αυτών των του Ολύμπου, καταβληθείσης της επαναστάσεως, μέχρι τέλους του αυτού μηνός». Μια τελευταία του αναφορά στον Α΄ τόμο (σ. 272) σχετίζεται με κάτι που έχουμε ήδη δει στο Γ. Κολοκο-τρώνη και στο Φωτάκο, το ότι ήρθε στην Πελοπόννησο ο Γάτζος «μετά του υιού του και τινών Μακεδόνων».

Στο Β΄ τόμο κάνει αρχικά (σ. 21) μια αναφορά στη Μεγάλη Ιδέα και στον Κωλέττη (παραλληλίζοντας μάλιστα με τις διακη-ρύξεις του Αλή πασά που είδαμε παραπάνω): «Είχε δε εξαρχής ούτος εν λόγω και την μεγάλην λεγομένην ιδέαν, δηλαδή να ενώση τους Αλβανούς Τούρκους τε και Έλληνας και αναστήση την Μακεδονίαν, ως δυνατά και πιθανά παριστών ταύτα…» (βλέπουμε πως από εχθρική διάθεση παραλλάζει κάπως τις ιδέες του Κωλέττη). Οι τελευταίες τέσσερις αναφορές αφορούν τη δράση του σώματος των «Θετταλο-Μακεδόνων» στο Ταλάντι το 1826 και στο Τρίκερι το 1827, ως μέρους του ελληνικού στρατού .

Πολλές επίσης αναφορές και αρκετά σημαντικές γίνονται και στα «Απομνημονεύματα» του βαφτισιμιού του Θ. Κολοκοτρώ-νη και γραμματέα των Κολοκοτρωναίων και του Νικηταρά Θεόδωρου Ρηγόπουλου (πρωτοεκδίδονται το 1979). Μόνο οι δύο πρώτες ανήκουν χρονικά στην περίοδο της Επανάστασης. Στην μία, μιλώντας για τα γεγονότα του εμφυλίου (1824), λέει: «Ημείς ανήλθομεν εις Τρίπολιν…η δε φρουρά μας ηυτομόλησεν εις την Βουλήν …Τότε δε και ο Χατζή Χρήστος και όλοι οι Μακεδόνες, Βούλγαροι, Μαυροθαλασσίται, Σμυρναίοι και λοιποί τοιούτοι συνετάχθησαν τη Βουλή…» (αναφέρεται στα εκτός των ορίων Στερεάς, Πελοποννήσου και νησιών ελληνικά σώματα· οι Βούλγαροι είναι όσοι σλαβόφωνοι, Έλληνες και μη, ανήκαν σ’ αυτά ).

Η άλλη είναι παραπλήσια και αφορά τους αγώνες του Καραϊσκάκη το 1827: «Το ελληνικόν ιππικόν συνέκειτο εξ 95 ανδρών γενναίων και τολμηρών Βουλγάρων και Μακεδόνων, εν οις ήσαν και Πελοποννήσιοι ολίγοι… Αλλ’ ούτοι δεν ήσαν άνθρωπ-οι, ειμή λέοντες, διότι το ιππικόν του εχθρού, εκ 3500 …, δεν ηδύνατο ν’ ανθέξη κατ’ αυτών…».

Οι υπόλοιπες αναφορές αφορούν τα γεγονότα του 1856 και του 1878. Στη μία (σ. 212-4) λέει πως το 1856 ο Κουμουνδού-ρος εκλιπάρησε τους ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων «…ίνα λάβωσι υπόψιν και τα δικαιώματα της Ελλάδος παραχωρούν-τες αυτή την Ήπειρον, την Θεσσαλίαν, την Μακεδονίαν και την Κρήτην… Οι εν Αθήναις Έλληνες πατριώται την αδράνειαν της κυβερνήσεως ιδόντες… εσύστησαν διάφορα κομιτάτα… όπως εφοδιάσωσι τους υποδούλους Έλληνας να κινηθώσι, οργανίσαντες συμμορίες εις Ήπειρον, Θεσσαλία, Μακεδονία και Κρήτη…Οι εν Θεσσαλία, Ηπείρω και Μακεδονία Έλληνες ητοιμάσθησαν».

Λίγο παρακάτω (σ.216) εξηγεί πως «η Ελλάς δεν ηθέλησε να συμμαχήση μετά της Ρωσίας, διότι δεν της υπεσχέθη Θεσσα-λίαν, Ήπειρον, Μακεδονίαν και Κρήτην». Οι πολύ σημαντικές αυτές αναφορές για την ελληνικότητα της Μακεδονίας (όπως τη βλέπει τουλάχιστο ο συγγραφέας) συνοδεύονται παρακάτω (σ. 221-2) από κάποιες σκέψεις του για το ρόλο της Ρωσίας στα ελληνικά πράγματα κατά την Επανάσταση. Αναφερόμενος στα 1822 λέει πως η Ρωσία τότε «…ήλπιζεν ότι δεν ηδύναντο οι Έλληνες να επιτύχουν και έχαιρεν ίσως, ότι ήθελεν εξολοθρευθή το γένος το οποίον, ως εκ των αξιώσεών του επί της κατοχής της Κωνσταντινουπόλεως, ή τουλάχιστον επί της Θράκης και Μακεδονίας, εθεώρει αείποτε πρόσκομμα εις τους σκοπούς της, σκεπτόμενη ότι το ελληνικόν στοιχείον ως επικρατέστερον εν Μακεδονία , Θράκη και ταις άλλαις ευρωπαϊ-καίς επαρχίαις της Τουρκίας και ως νοημονέστερον και ενεργητικότερον ήθελε είναι πρόσκομμα μέγα εις τους σκοπούς της». Λέγοντας έπειτα για τις εκτιμήσεις της Ρωσίας στα 1829, σημειώνει πως «…δεν ήθελεν Ελλάδα μεγάλην δυναμένην να εγείρη εν καιρώ αξιώσεις δια την Μακεδονίαν, την Θράκην και την Κωνσταντινούπολιν, διότι αυτάς επεφύλαττε δι’ εαυτήν»

Οι επόμενες τέσσερις αναφορές του όρου Μακεδονία γίνονται κατά την περιγραφή των υποκινημένων από την Ελλάδα αποτυχημένων εξεγέρσεων στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία κατά την περίοδο διεξαγωγής του Συνεδρίου του Βερολίνου, το 1878 (σ. 226-8) , ενώ μια τελευταία αναφορά κάνει μιλώντας ειρωνικά για τον Κωλέττη και τη Μεγάλη Ιδέα (σ. 312). Όλες οι αναφορές του Ρηγόπουλου είναι άξιες προσοχής, καθώς μιλά με πάθος για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και των Μακεδόνων.

Αρκετές αναφορές των όρων Μακεδονία και Μακεδόνας (έξι συνολικά) κάνει και ο Αρκάδας αγωνιστής και ιερέας Αμβρό-σιος Φραντζής στην «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος» (1839), όπου εξιστορεί τα γεγονότα της περιόδου 1715-1835. Η πρώτη αναφορά του όρου γίνεται όταν μιλά για τη Φιλική Εταιρία (τ.Α΄,σ.164): «Η διάδοσις δε του μυστηρίου της Φιλικής…προεχώρει επί τα πρόσω και υπέρ το δέον μάλλον εισεχώρησεν εις τους εν Δακία παροίκους διατελούντας Έλληνας, Κωνσταντινουπολίτας, Θράκας, Μακεδόνας, Ηπειρώτας, Θεσσαλούς, Στερεοελλαδίτας, Πελοποννησίους, Κρήτας, Χίους, Αιγαιοπελαγίτας, Επτανησίους κ.τ.λ. πάσης τάξεως και βαθμού, εις τοσούτον, ώστε, όπου υπήρχεν Έλλην κατά την Δακίαν φέρων ολίγην ή και πολλήν επισημότητα, εστάθη αδύνατον να μη γνωρίζη το μυστήριον της Φιλικής Εταιρίας». Η αναφορά αυτή είναι πολύ σημαντική, καθώς προβαίνει στη (σπάνια και αυτονόητη για τους πιο πολλούς) λεπτομερή παράθεση των Ελλήνων κατοίκων των διαφόρων περιοχών της Ελλάδας, και μέσα σ’ αυτούς είναι και οι Μακεδόνες .

Μια άλλη σημαντική αναφορά (τ.Γ΄, σ.224) γίνεται όταν μιλά για την επανάσταση της Χαλκιδικής: «…800 δε περίπου εξ αυτών [των μοναχών] οπλοφορήσαντες περιέτρεχον μετά του ατρομήτου Εμμανουήλ Παπά του εκ Σερρών, όστις μετά πολλών και άλλων κοσμικών στρατιωτικών…προσέβαλε περί τα μέρη της Θεσσαλονίκης και εις την Κασσάνδραν… Είχον συναχθεί κατά τα μέρη εκείνα της Μακεδονίας …περί τας 50.000 Οθωμανών εκ των οποίων εφονεύθησαν οι 20.000… Αλλά έγινε και μεγίστη φθορά εις τους Έλληνας κατοίκους των μερών εκείνων… Ου μόνον δε οι περί την Θασσαλονίκην, την Κασσάνδραν και τα λοιπά της Μακεδονίας μέρη Έλληνες κατά το α΄ έτος της Επαναστάσεως άδραξαν τα όπλα…». Από τις δυο επόμενες αναφορές (στον Δ΄ τόμο), η μία (σ. 104) αναφέρεται στο μητροπολίτη Αρδαμερίου και μετέπειτα Γορτύνης Ιγνάτιο , ο οποίος «έλαβε μέρος εις τας μάχας της Μακεδονίας και της Κρήτης» και η άλλη σε μια μυστική εταιρία Ελλήνων που αποσκοπούσε στον ξεσηκωμό της Σερβίας και της Βουλγαρίας και της οποίας «…αρχηγέται …ήσαν ο Δημήτριος Χ. Γεωργίου, ο Δημήτριος Παπαδόπουλος Αργυροκαστρίτης, Αγγελής Αθανασίου Αδριανουπολίτης, Βασίλειος Αθανασίου Μακεδών…» (ο όρος «Μακεδών» χρησιμοποιείται, όπως και τα Αργυροκαστρίτης και Αδριανουπολίτης, ως δηλωτικό του γεωγραφικού τόπου καταγωγής ενός Έλληνα).

Ένας άλλος ιερωμένος αγωνιστής – πιο σημαντικός βέβαια από το Φραντζή – που έγραψε απομνημονεύματα, στα οποία αναφέρεται ο όρος Μακεδονία, είναι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Το έργο του τιτλοφορείται «Υπομνήματα» (1837). Στην αρχή του, αφού αναφέρεται στους ανυπότακτους καπεταναίους της Πελοποννήσου, συνεχίζει λέγοντας (σ.76): «Τοιούτοι Καπιταναίοι περιεφέροντο και εις τα μέρη της Ηπείρου, της Ακαρνανίας, της Βοιωτίας, της Θεσσαλίας και Μακεδονίας, οίτινες πολλάκις κατά καιρούς έδειξαν αξιέπαινον ανδρείαν εναντίον των καταδιωκόντων αυτούς Οθωμανών». Η Μακεδο-νία τοποθετείται δηλαδή μέσα στις περιοχές του υπόδουλου Ελληνισμού, όπου δρούσαν Έλληνες αρματολοί και κλέφτες. Η επόμενη αναφορά γίνεται όταν μιλά για τον Αλή πασά (σ. 79) που το 1820 έπεισε με τέχνασμα «πολλούς των Καπιταναί-ων της ανατολικής και δυτικής Ελλάδος …συμφώνως να κινηθώσι κατά της Θεσσαλίας και Μακεδονίας, εναντίον των Οθω-μανών». Στη σελ. 80 σημειώνει την αποκάλυψη του μυστηρίου της Φιλικής μετά τη σύλληψη του Ιππάτρου από τους Τούρ-κους «…εις την Μακεδονίαν» , ενώ οι δύο τελευταίες αναφορές (σ. 152 και 161) σχετίζονται με τη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων στη Μακεδονία και άλλες ελληνικές περιοχές το 1822 με σκοπό να βαδίσουν προς τη νότια Ελλάδα . Και ο Γερμανός λοιπόν μιλά για τη Μακεδονία ως μια ελληνική περιοχή .

Η τελευταία από τις ηγετικές μορφές του Αγώνα στην Πελοπόννησο στου οποίου τα «Απομνημονεύματα» γίνονται αναφο-ρές σχετικές με την έρευνά μας είναι ο Κανέλλος Δεληγιάννης, γόνος της μεγάλης οικογένειας προυχόντων από τη Γορτυνία (το έργο πρωτοεκδόθηκε το 1957, σε τρεις τόμους ). Οι τρεις πρώτες του αναφορές στον όρο σχετίζονται με τη Φιλική Εταιρία και την προσπάθειά της να οργανώσει τον Αγώνα στην Πελοπόννησο. Στη μία (τ. Α ΄,σ.95) μιλά για τα σχέδια του Α. Υψηλάντη, όπως του τα μετέφερε ο Παπαρρηγόπουλος: «…έκρινε καταλληλότερον αυτόν τον καιρόν…να κινήση αυτός την επανάστασιν εις την Μολδαυΐαν…και συγχρόνως του είπε να κινήσωμεν και ημείς την Επανάστασιν…Και αν εγώ, τον λέγει, επιτύχω, το ερχόμενον έαρ θέλω εκστρατεύσει …να διασχίσω την Σερβίαν ή την Βουλγαρίαν, να φθάσω εις την Μακεδονί-αν, και υμείς δια της Ηπείρου, να κατακτήσωμεν την Θεσσαλίαν και όλην την Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν…» . Στη δεύτερη (σ. 110) μεταφέρει τα λόγια του Παπαφλέσσα στη συνάντηση των ηγετών της Πελοποννήσου στη μονή Ταξιαρχών τον Ιανουά-ριο του 1821: «…να έλθη το έαρ, να φθάση και ο Υψηλάντης διά της Βουλγαρίας εις Μακεδονίαν με πολλά στρατεύματα θα αναγκασθή η Ρωσία να κηρύξη τον πόλεμον της Τουρκίας». Στην τρίτη (σ. 128) μιλά κι αυτός για τη σύλληψη του Υπάτρου «εις την Μακεδονίαν, εις την Νιάουσταν» .

Οι επόμενες δύο αναφορές (τ. Β΄,σ. 70-1 και 238 αντίστοιχα ) αφορούν τον Καρατάσο. Στη μία αναφέρει ότι σε μια μάχη έξω απ’ το Ναύπλιο τον Αύγουστο του 1822 «…εδιεκρίθη ο Καρατάσος και ο υιός του Δημήτρης Τσιάμης και όλοι οι στρα-τιώται του, αμιλλώμενοι άπαντες να μη φανώσι κατώτεροι των Πελοποννησίων» και στην άλλη, μιλώντας για τη σύγκρου-ση με τον Ιμπραήμ, λέει πως «οχυρώθηκαν ο μεν Καρατάσιος εις το χωρίον Σχιντόλακκα με 600, ως έγγιστα, Ολυμπίους Μακεδόνας και άλλους Ολυμπίους μπουλουκτσήδες» και πως «αντέκρουσε γενναίως» τον Ιμπραήμ, καταλήγοντας στη διαπίστωση «ότι εξ όλων των Ρουμελιωτών οπλαρχηγών μόνος ο Καρατάσιος επολέμησεν ατρομήτως με τον Αιγύπτιον σατράπην και έδειξεν στρατιωτικόν χαρακτήρα και ουδείς άλλος». Οι δυο τελευταίες αναφορές βρίσκονται στο Γ΄ τόμο (σ.139 και 166).

Στην πρώτη λέει: «Μετά δε τον φόνον του αρχηγού Καραϊσκάκη…και την αθλίαν πτώσιν και αυτής της Ακροπόλεως … διελύθη άπαν το ελληνικόν στρατόπεδον κακήν κακώς και διεσκορπίσθησαν οι μεν Πελοποννήσιοι, οι Σουλιώται και άλλοι λεγόμενοι οπλαρχηγοί, Θεσσαλοί, Μακεδόνες, και εξ άλλων διαφόρων μερών έπεσαν εις την Πελοπόννησον…». Η τελευ-ταία γίνεται κατά τη διάρκεια μιας συζήτησής του με τον Καποδίστρια, στην οποία αρνείται να γίνει «υπομίσθιος στρατι-ωτικός», γιατί δεν του το επέτρεπε η κοινωνική του θέση, ως προκρίτου, προβάλλοντας στη συνέχεια το έργο της τάξης του κατά την Επανάσταση, μέσα στο οποίο εντασσόταν και η εκμίσθωση στρατιωτικών από άλλες ελληνικές περιοχές: «Ημείς …ενίοτε εμισθώναμεν και διαφόρους Στερεοελλαδίτας, Θεσσαλούς, Μακεδόνας και άλλους, οίτινες έχασαν τας πατρίδας των και δεν είχαν ουδένα πόρον ζωής…». Όλες γενικά οι αναφορές του Δεληγιάννη είναι αρκετά σαφές ότι αφορούν Έλληνες και περιοχή ελληνική .

Οι υπόλοιποι τρεις από τους Πελοποννήσιους αγωνιστές των οποίων τα απομνημονεύματα εξετάσαμε, ο προεστός Αναγ-νώστης Κοντάκης, ο Στέφανος Στεφανόπουλος από τη Γορτυνία και ο Αρκάδας αγωνιστής Κ. Διαμαντόπουλος δεν αναφέ-ρουν καθόλου τον όρο.

Γενικά, οι αγωνιστές από την Πελοπόννησο, παρόλο που δε γνώρισαν από κοντά τη Μακεδονία για να προβούν σε παρατη-ρήσεις σχετικές με τη γεωγραφική οριοθέτησή της, την περιγραφή της ή την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της, τη θεωρούν όλοι ανεξαιρέτως ως καθαρά ελληνική περιοχή, η οποία συμμετείχε στον Ελληνικό Αγώνα και την οποία κι οι ίδιοι διεκδικούσαν ως μέρος του μικρού ελληνικού κράτους που δημιούργησαν. Από κοντά γνώρισαν κάποιους Μακεδόνες αγωνιστές που κατέφυγαν στην Πελοπόννησο μετά την κατάρρευση της εξέγερσης στη Μακεδονία, για τους οποίους κάνουν ιδιαίτερα θετικές αναφορές και τους οποίους θεωρούν φυσικά αλύτρωτους Έλληνες αδελφούς τους.

Β) Στερεοελλαδίτες Αγωνιστές

Θα ξεκινήσουμε με το σπουδαιότερο από τα έργα τα προερχόμενα από τους αγωνιστές του ’21, τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη, έργο μεγάλης ιστορικής αλλά και λογοτεχνικής αξίας. Ο όρος Μακεδονία πρωτοανα-φέρεται πολύ μετά τη μέση του έργου (σ. 316-328 ` τρεις φορές ως Μακεδονία, τέσσερις ως Θεσσαλομακεδονία και μία φορά ο όρος Μακεδόνας) και σε σχέση με τα κινήματα που ετοιμάζονταν κατά το 1840 από το ελεύθερο ελληνικό κράτος στη Μακεδονία και άλλες αλύτρωτες περιοχές (τον καιρό της Επανάστασης αναφέρει και μια συζήτησή του, το 1824, στην Ύδρα, με τον Καρατάσο, το Βελέτζα και άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς, κατά την οποία λέει: « Εμείς ο τόπος μας εχάλασε του καθ’ ενού και κατεξοχή ο δικός σας, οπούστε απόξω…», παροτρύνοντάς τους στη συνέχεια να μη συμμετέχουν άλλο στον εμφύλιο (σ. 117) ,δεν αναφέρει όμως τον όρο Μακεδόνας ή Μακεδονία). Οι αναφορές του αυτές, γραμμένες κατά το 1844, δείχνουν την πεποίθησή του ότι η Μακεδονία είναι ελληνική περιοχή, την οποία αγωνίζεται – δρώντας στα πλαίσια μυστικών οργανώσεων – να ενώσει με το ελληνικό κράτος ( μαζί και με άλλες αλύτρωτες ελληνικές περιοχές, όπως η Θεσ-σαλία και η Κρήτη ).

Πολλές αναφορές του όρου γίνονται στη σημαντική «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (α΄ έκδ. 1853-7 ) του Μεσολογ-γίτη πολιτικού Σπυρίδωνα Τρικούπη, που μετέχοντας από το 1824 στην πολιτική ζωή της Ελλάδας , διετέλεσε επανειλημ-μένα βουλευτής, υπουργός εξωτερικών, πρωθυπουργός και πρεσβευτής. Το έργο του αποτελεί φυσικά ιστορία, διαθέτει όμως την αμασότητα του σύγχρονου παρατηρητή και του μετέχονυα των γεγονότων. Οι δυο πρώτες αναφορές τ. Α΄, σ. 97 και 167) αφορούν τους οπλαρχηγούς « Γιαννάκη Φαρμάκη Μακεδόνα» και Μακεδόνσκι, τον οποίο χαρακτηρίζει « Βλάχον, φέροντα το όνομα της μακεδονικής καταγωγής του».

Στον τίτλο της σελίδας 205 του Α΄ τόμου περιλαμβάνεται και η «…Αποσυασία Μακεδονίας», την οποία περιγράφει αναλυ-τικά στις σελ. 215-7, αναφέροντας άλλες τρεις φορές τον όρο . Στις σελ. 115-21 του Β΄ τόμου αναφέρεται στην «Καταστρο-φή …του Ελληνικού αγώνος καθ’ όλην την Μακεδονίαν» . Η σημαντική αυτή αναφορά του όρου συνοδεύεται από άλλες πέντε , πιο αξιοπρόσεκτη από τις οποίες είναι εκείνη στην οποία λέει ότι μετά την πτώση της Νάουσας «ο Γάτσος και ο Καρατάσος … απελπισθέντες …έφυγαν ολοτελώς εκ Μακεδονίας …και κατήντησαν εις την ελευθέραν Ελλάδα…» (σ. 118) . Στο Γ΄ τόμο αναφέρει δύο φορές τους «1000 Θετταλομακεδόνας» μισθωτούς στα Ψαρά ( σ. 89-90 . Στη σελ. 132, αναφερό-μενος στη μάχη στο Κρεμμύδι, λέει: «Ο Καρατάσος, ο Καραϊσκάκης, ο Δράκος ,ο Κώστας Μπότσαρης, ο Τσαβέλλας, τουτέσ-τιν οπλαρχηγοί εκ των επισημοτέρων της Ελλάδος ήσαν οι αρχηγοί του στρατού τούτου αλλά ο πρόεδρος [Γ. Κουντουριώ-της] έταξεν επ’ αυτών …τον Σκούρτην…Ο δε Καρατάσος τόσον ωργίσθη ώστε απεποιήθη να στρατοπεδεύσει όπου ο Σκούρ-της…Την δε 16 [Απριλίου 1825] έν τάγμα Αιγυπτίων έπεσεν επί τους υπό την οδηγίαν Καρατάσου. Εκλεκτοί εμπειροπόλεμοι ήσαν οι υπό τον αρχηγόν τούτον Μακεδόνες και …ενίκησαν οι ολίγοι ούτοι». Στο Δ΄ τόμο αναφέρει πέντε φορές το σώμα των «Θετταλομακεδόνων» περιγράφοντας την υπό την αρχηγία του Κωλέττη εκστρατεία τους το 1826 στο Ταλάντι (σ. 55-7) και άλλη μία την επίθεσή τους στο Τρίκερι, ένα χρόνο μετά (σ. 142) .

Και μόνο η περιγραφή των γεγονότων της Μακεδονίας το 1821 σ’ ένα ιστορικό έργο για το σύνολο της Ελληνικής Επανάσ-τασης δείχνει την άποψη του συγγραφέα για την ελληνικότητά της. Το ίδιο φαίνεται και από τη γνώμη του για τους Έλλη-νες από τη Μακεδινία που συνέχισαν να πολεμούν από το 1822 και μετά στη νότια Ελλάδα.

Μία και μοναδική αναφορά, κι αυτή στο «Θετταλομακεδονοθρακικόν σώμα υπό την οδηγία του Περραιβού και Στέφου» κατά τις μάχες στο Χαϊδάρι, κάνει στα «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» ο αγωνιστής, δικαστικός και πολιτικός από τη Φθιώτιδα Δημήτριος Αινιάν (σ. 65 ) .

Λίγες οι αναφορές και όχι ιδιαίτερα σημαντικές και από τον Κ. Μαργαρίτη στα «Σύντομα τινά Απομνημονεύματα της Ιστο-ρίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος» (1853). Στη μία μιλά για «τον εν Ναούση της Μακεδονίας προύχοντα Ζαφυράκην» (σ. 20) και στην άλλη για τον Εμμανουήλ Παπά «εκ Σερρών της Μακεδονίας» και τον αγώνα που οργάνωσε στη Χαλκιδική (σ. 33), τονίζοντας μάλιστα παρακάτω (σ. 75) πως «η επανάστασις αυτών των μερών μεγάλως ωφέλησεν την Πελοπόννησον και την λοιπήν Ελλάδα, διότι πληθύς εχθρών από τα παράλια του Δουνάβεως και από διάφορα μέρη της Μακεδονίας κατ’ επιταγήν του Σουλτάνου εξεστράτευσε δι’ εκεί…» .

Λίγες επίσης αναφορές του όρου κάνει και ο υπολοχαγός Αριστείδης Χρυσοβέργης στο έργο του « Η Ελληνική Επανάστα-σις» (Ερμούπολις 1853, και μάλιστα από το τυπογραφείο του «Γεωργίου Μελισταγούς Μακεδόνος») . Αναφερόμενος στην Τουρκοκρατία (σ. 5) λέει: «Αι ελληνικαί πόλεις και αν υπετάγησαν…, ο Έλλην όμως και χωρίς κυβερνήσεως διετήρησε την ελευθερίαν του εις τα υψηλότερα όρη… Τι τάχα ήταν τα εις Πελοπόννησον, εις στερεάν Ελλάδαν, εις Θεσσαλίαν, εις Μακε-δονίαν, τα εις Ήπειρον και Θράκην, στίφη των κλεπτών, ειμή τόσα στρατόπεδα Ελλήνων επαναστατών, διατηρούντα εντός …της νομιμότητος την μη συνομολογηθείσαν υποταγήν του Ελληνικού έθνους;» Η γνώμη του για την ελληνικότητα των Μακεδόνων είναι εδώ ξεκάθαρη, όπως και στην παρακάτω αναφορά του (σ. 15) για τις μετά την έναρξη του κινήματος του Υψηλάντη σφαγές: «Γενική σφαγή επιπίπτει κατά των ελληνικών χωρών…Εις την Θράκην και τα πέριξ αυτής, εις την Μακε-δονίαν, εις την Θετταλίαν, εις την Ήπειρον, εις την μικράν Ασίαν, εις την Ασίαν αυτήν, εις τας νήσους και απανταχού όπου κατοικούσιν Έλληνες, τρέχουν οι δήμιοι…σφάττοντες…». Τέλος , στη σελ. 17 επισημαίνει ότι « από περάτων έως περάτων της Ελληνικής φυλής εσήμηνεν το ιερόν και θείον της παλιγγενεσίας του Έλληνος σήμαντρον, το δε έθνος … διήρεσεν την έναρξιν του αγώνος του εις δύο κεντρικά μέρη…την Δακικήν χώραν και την Πελοπόννησον…[και ανέμενε] την προχώρησιν του αρχηγού… προς το Βυζάντιον, ότε και εκ Πελοποννήσου ήθελον ορμήσει προς τας λοιπάς ελληνικάς επαρχίας, την Στερεάν Ελλάδαν, την Θετταλίαν , την Ήπειρον, την Μακεδονίαν , και όλα ταύτα τα μέρη ομού θα εκίνουν εις το αυτό… σημείον,τότε, ιδόν τούτο την απειρίαν του αρχηγού …και…την λυπηράν αποτυχίαν [του]…ενέκρινε να πολεμήση τμημα-τικώς τους τυράννους του ` …εξ ου, συνετού μέτρου, διεμελίσθη ο αγών και συνεκροτήθησαν αι τρομεραί υπέρ πίστεως και πατρίδος μάχαι κατά τόπους , ήγουν εν Μολδαυΐα, εν Βλαχία, εν Ηπείρω, εν Μακεδονία, εν Θεσσαλία, εν Ιωνία, εν Κρήτη και εν απάση τη Πελοποννήσω και Στερεά Ελλάδι».

Μία και μοναδική, τέλος, αναφορά στον όρο Μακεδονία κάνει και ο (σύγχρονος του αγώνα αλλά όχι αγωνιστής ) Γεώργιος Θεόφιλος στο έργο του « Επίτομος Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» . Στη σελ. 43 αναφέρει: «Την επανάστασιν αυτήν ακολούθησε και η της Μαγνησίας …και η της Μακεδονίας υπό τον Εμμανουήλ Παπά. Αλλά κατεβλήθησαν ταχέως». Εντάσσει δηλαδή και τη Μακεδονία στις ελληνικές περιοχές που επαναστατούν.

Καμία αναφορά στον όρο Μακεδονία δεν κάνουν στα έργα τους ο γραμματέας του Οδ. Ανδρούτσου Αντώνιος Γεωργαντάς, ο γιος του οπλαρχηγού της Δυτικής Στερεάς Δημητρίου Μακρή, στρατηγός Νικόλαος Μακρής και οι πέντε καταγόμενοι από την Αθήνα απομνημονευματογράφοι ( Ν. Καρώρης , Π. Πούλος, Δ. Σουρμελής, Π. Μοναστηριώτης και Δ. Χρηστίδης).

Από τη μελέτη των έργων των καταγόμενων από τη Στερεά Ελλάδα αγωνιστών του 1821 , μπορούμε με ασφάλεια να κατα-λήξουμε στο συμπέρασμα – παρόλο που συγκριτικά μ’ αυτούς της Πελοποννήσου κάνουν λιγότερες αναφορές του όρου Μακεδονία – ότι αναφέρονται σε περιοχή ελληνική, της οποίας οι Έλληνες κάτοικοι αγωνίστηκαν ταυτόχρονα με αυτούς για την ελευθερία της πατρίδας τους.

bottom of page